Είμαστε Μαζί / Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Γράφει η Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω κάτι που θα μπορούσε κάποιος να το διαβάσει και να αισθανθεί καλύτερα μέσα σε αυτή τη νέα κατάσταση, αποδέχτηκα αμέσως την πρόταση. Ήταν βέβαια την πρώτη εβδομάδα της καραντίνας. Όσο περνούσαν οι μέρες, μου γινόταν όλο και πιο δύσκολο να γράψω κάτι σχετικό. Κυρίως γιατί συνειδητοποιούσα ότι ό,τι και να έγραφα είχε άμεση σχέση με τη ζωή πριν. Δεν ήταν δυνατόν να μιλήσω για την καραντίνα τις πρώτες μέρες γιατί ήταν αυτονόητο ότι θα μιλούσα απλώς για τον φόβο της επιβολής της. Αφού ο περιορισμός στην πραγματικότητα ήταν μόλις λίγες μέρες υπαρκτός και οι περισσότεροι ήμασταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον τρόπο που λειτουργούσαμε. Θέλω να πω, δεν αποτελούσε βίωμα ακόμη. Όλοι μας απόλυτα «κοινωνικοποιημένοι» μέσω των κοινωνικών δικτύων, συνεχίζαμε με αυτό τον τρόπο την επικοινωνία που είχαμε συνηθίσει ακόμη κι όταν βρισκόμασταν πράγματι σε χώρους με φίλους μας, στον έξω κόσμο.
Ό,τι κι αν ειπώθηκε στην αρχή ήταν απλώς ό,τι νομίζαμε ότι θα είναι ο περιορισμός αυτός αφού στ’ αλήθεια δεν τον είχαμε βιώσει -μουδιασμένοι όλοι από το αιφνίδιο της ανατροπής της ζωής μας και όχι από καθαυτό το γεγονός. Αναγνωρίζαμε όλοι την πρωτοφανή συγκυρία, αλλά απλώς επειδή δεν είχε υπάρξει τέτοια όμοια στην πρόσφατη ιστορία. Είπαμε και λέμε ότι θα μας αλλάξει ριζικά. Μέσα μου βαθιά το ελπίζω, το εύχομαι. Ο μεγαλύτερος φόβος μου, ωστόσο, είναι ότι όταν η ζωή θα ακολουθήσει τον φρενήρη ρυθμό της, ίσως πιο φρενήρη κι από πριν, μπορεί και να ξεχάσουμε. Έχει αποδειχθεί εξάλλου πόσο κοντή είναι η μνήμη μας πολλές φορές και πόσο κυριαρχική η δύναμη της συνήθειας.
Δεν ξέρουμε, κατά τη γνώμη μου, τι είναι ιστορική συγκυρία. Είναι κάτι που καθορίζεται εκ του αποτελέσματος. Με το χρόνο. Το βέβαιο είναι πώς θα αποτελέσει σίγουρα ιστορική συγκυρία αν τίποτε μέσα μας δεν μεταβληθεί. Ή στην χειρότερη θα μείνει μόνον ως μια δυσμενής ιστορική συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία.
Όλο αυτό το διάστημα -είναι ένας μήνας πια- σκέφτομαι πόσο πολύ ανέβαλα τη συνάντηση με τον εαυτό μου. Πάντα του στυλ, «στις διακοπές θα κάνω αυτό», «όταν τελειώσω με αυτές τις δουλειές θα κάνω αυτό». Οι δουλειές ποτέ δεν τελείωναν όμως, κι όταν ακόμη τελείωναν, εγώ δεν μπορούσα να κάνω αυτά που οραματιζόμουν να κάνω όταν θα είχα χρόνο. Γιατί δεν ήξερα τι να κάνω με αυτόν το χρόνο. Συνειδητοποιώ τώρα ότι όταν δεν έχεις ελεύθερο χρόνο, δεν ξέρεις τι να τον κάνεις, όταν ξαφνικά αυτός σου δίνεται. Είναι ένας άχρηστος χρόνος, αφού δεν ξέρεις να τον μεταχειρίζεσαι. Δεν μπορείς λοιπόν να κάνεις πράγματα μόνο για τον εαυτό σου, για απόλαυση προσωπική, χωρίς καμιά προσδοκία, κανένα αποτέλεσμα. Και το σημαντικότερο θεωρείς ότι κάνεις σπατάλη χρόνου, αφού αυτό δεν αποδίδει κάτι με κάποιο τρόπο.
Θα γράψω λοιπόν για ό,τι μετανιώνω. Μετανιώνω για όλες τις στιγμές που βρέθηκα σε παρέα φίλων και βυθίστηκα στο κινητό μου μιλώντας με άτομα που δεν βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μαζί μου. Μετανιώνω για τις στιγμές που είπα πως θα πάω σε μια έκθεση ζωγραφικής και μην έχοντας κουράγιο από τα εξαντλητικά ωράρια με τα οποία είχα επιφορτίσει την καθημερινότητά μου, διαρκώς το ανέβαλα. Για τον περίπατο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου που επί τρεις μήνες έλεγα ότι θα κάνω και τελικά τον έκανα την πρώτη μέρα της καραντίνας πριν κλειστώ έως σήμερα στο σπίτι (για πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι όμορφος που είναι ο αττικός ηλιόλουστος ουρανός). Για τις πολλές ταινίες που δεν είχα δει και που επιτέλους είδα τώρα. Για τα βιβλία που επιτέλους διάβασα μετά από επ’ αόριστον αναβολή και τα οποία δε σχετίζονται με τίποτα από αυτά που ασχολούμαι καλλιτεχνικά. Πιο πολύ όμως μετανιώνω για τα ταξίδια που δεν πήγα. Σε λίγες μέρες κανονικά θα έφευγα με τους φίλους μου στη Μόσχα. Ήταν ένα ταξίδι που αποφάσισα να κάνω μετά από αναβολές πολλών ταξιδιών. Είχα αποφασίσει ότι τώρα δεν πάει άλλο, το χρειάζομαι όσο ποτέ. Και τώρα φυσικά δεν θα πραγματοποιηθεί.
Ο covid– 19 δεν μας υπενθύμισε μόνο ότι ο θάνατος είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε, αλλά και ότι τα σχέδια μας, μικρά ή μεγάλα, μπορεί να ανατραπούν σε μια στιγμή. Μας υπενθύμισε ότι η ζωή είναι γεμάτη αιφνίδια συμβάντα, απλώς έως τώρα αναμετριόμασταν με αυτά ατομικά, τώρα πια το αιφνίδιο συμβάν αφορά όλους, ανατρέπει τις ζωές όλων, με τον ίδιο τρόπο και χωρίς καμία διάκριση. Μετά από αυτό και όταν με το καλό λήξει, δεν ξέρω ποιες θα είναι οι συνθήκες, πόσο μεγάλη θα είναι για την ιστορία της ανθρωπότητας αυτή η συγκυρία, επιθυμώ να μην αναβάλω ποτέ ξανά την προπεριγραφείσα «σπατάλη χρόνου» με την βεβαιότητα ότι ο χρόνος είναι εκεί για να με περιμένει.
Σκέφτομαι επίσης, για να μην παραδίδομαι στη γκρίνια που αρχίζει να ξεπηδάει από μέσα μας για το δεινό του εγκλεισμού μας, ότι κάποιοι δεν έχουν σπίτι για να μείνουν και βιώνουν τον αποκλεισμό από τη ζωή, που εμείς βιώνουμε τώρα, ποιος ξέρει για πόσο χρόνο, στους καταυλισμούς ή στο δρόμο. Αλλά στον πολιτισμένο κόσμο μας αυτοί είναι από καιρό αποκλεισμένοι και αυτός ο αποκλεισμός θεωρείται νόμιμος. Η ζωή δεν έχει την ίδια αξία για όλους, και άρα η υπομονή αυτών είναι επίσης αυτονόητη. Εμείς, τουλάχιστον, έχουμε την ελπίδα ότι όλο αυτό θα λήξει αργά ή γρήγορα.
Μοιράζομαι αυτή τη φωτογραφία γιατί μου θυμίζει τη μοναδική στιγμή, τον τελευταίο πολύ καιρό, που πραγματικά υπήρξε σιωπή γύρω μου και μέσα μου, γιατί απλώς εκείνη τη στιγμή αφεθήκαμε στη μαγεία αυτού, που μας υπερέβαινε.