Μαρία Σκιαδαρέση / Η Ιστορία και οι ιστορίες των ανθρώπων
Η Ελλάδα είναι μία χώρα με ιστορία. Ιστορία και ιστορίες. Των ανθρώπων που γεννήθηκαν σ΄αυτή, των ανθρώπων που έζησαν σ΄αυτή και αυτών που πέρασαν και έφυγαν. Γεγονότα που συνέβησαν, που άλλαξαν την ροή και την πορεία της -προσωπικής και μη- ιστορίας. Σκέψεις που έγιναν πραγματικότητα και όνειρα που οι άνθρωποι που τα είχαν δεν κατάφεραν να τα ζήσουν. Η συγγραφέας Μαρία Σκιαδαρέση με το νέο βιβλίο της με τίτλο Όσα δεν έζησαν που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, διατρέχει την ελληνική ιστορία των τελευταίων σαράντα ετών -από την στιγμή που πρόσφυγες και μετανάστες ξεκίνησαν να έρχονται στην χώρα- και μας χαρίζει τέσσερα διηγήματα, ένα για κάθε δεκαετία, που παρακολουθούν την πορεία της Ελλάδας ως χώρα υποδοχής, την ιστορίας της, τις ιστορίες των ανθρώπων που την έζησαν και την αποτελούν. Μας μίλησε για τις διαδρομές και τα βάθη του βιβλίου, αλλά και της εμπειρίας της συγγραφής.
Τι σας συγκινεί στο ζήτημα του «ξένου» σε ένα περιβάλλον; Τι έχει αλλάξει στην χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθούν τα διηγήματα του νέου σας βιβλίου;
Στο βιβλίο μου «Όσα δεν έζησαν», που μόλις κυκλοφόρησε, περιδιαβαίνω μια περιόδο σαράντα χρόνων, όσα είναι και τα χρόνια που ξεκίνησαν να έρχονται ξένοι –πολιτικοί πρόσφυγες ή μετανάστες- στην Ελλάδα. Έτσι τα διηγήματά μου αντιστοιχούν καθένα σε μία δεκαετία απο το 1980 έως σήμερα. Κι αυτό γιατί και οι άνθρωποι που έρχονται στη χώρα μας έχουν αλλάξει από τότε –άλλες συνθήκες, άλλα δεδομένα στις χώρες τους αλλά και στη δική μας, ως χώρα υποδοχής. Εξάλλου και εμείς έχουμε αποκτήσει διαφορετικά αντανακλαστικά από τότε έως σήμερα. Το στοιχείο που με συγκινεί περισσότερο στο σχήμα «ξένος-περιβάλλον» είναι αυτή η αίσθηση του παρία που κατακλύζει αυτούς τους ανθρώπους, κυρίως εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν.
Οι Έλληνες έχουν υπάρξει μετανάστες και έχουν δεχτεί μετανάστες. Πώς θα τους χαρακτηρίζατε σαν λαό σχετικά με αυτό το ζήτημα;
Δεν είναι ενιαία η ματιά των Ελλήνων απέναντι στους ξένους ούτε κανενός άλλου λαού. Αρνούμαι τις γενικότητες. Υπάρχουν οι άνθρωποι που κατανοούν τη θέση των προσφύγων και πασχίζουν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο (αν και όχι πάντα αποτελεσματικά εφόσον υπάρχει έλλειψη προγραμματισμού και οργάνωσης στην υποδοχή τους) υπάρχουν κι εκείνα τα δίποδα που εγκαλούν διαρκώς αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους για όλα τα δικά τους δεινά. Το ίδιο ισχύει και για τους μετανάστες.
Μπορούν εκ διαμέτρου διαφορετικοί λαοί να ζήσουν αρμονικά; Με ποιον τρόπο;
Φυσικά και μπορούν αν υπάρχει κοινή βούληση γι’ αυτό και ξεκάθαρη κυβερνητική πολιτική στην κάθε χώρα όπου καταφεύγουν. Σίγουρα υπάρχει τρόπος να απορροφηθούν οι πρόσφυγες αλλά και οι μετανάστες χρησιμοποιούμενοι για την κοινωνική ευημερία του τόπου προσφυγής τους, ανάλογα με τις δεδομένες ανάγκες. Όταν όμως η πρώτη αντίδραση είναι αρνητική όλη αυτή η δυνατότητα αυτομάτως διασαλεύεται. Στην Ελλάδα π χ. θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην ύπαιθρο όπου θα δούλευαν στην πρωτογενή παραγωγή (αγροτική-κτηνοτροφική) την οποία οι Έλληνες έχουν εγκαταλείψει, εις βάρος της ανάπτυξης της χώρας, προ πολλού. Και βέβαια, όλη αυτή η οργάνωση με τη στήριξη της Πολιτείας, τέτοιες τομές δεν γίνονται με ημίμετρα.
Τι οδηγεί έναν άνθρωπο να αφήσει τον τόπο και τους ανθρώπους του; Τι μπορεί να αναζητά;
Διάφορα πράγματα ο καθένας. Αν μιλάμε για πρόσφυγες, δεν έχουν επιλογή, τους διώχνουν από τη χώρα τους είτε οι βόμβες, είτε η καταδυνάστευση, είτε ο φόβος. Οι μετανάστες αναζητούν μια καλύτερη ζωή γι’ αυτούς και τα παιδιά τους και δυστυχώς, σήμερα ειδικά, καταλήγουν ίσως σε χειρότερη μοίρα.
Εν τέλει, είναι πιο ισχυρά όσα ζούμε ή όσα δεν ζούμε;
Μάλλον όσα ονειρευόμαστε και γι’ αυτό η μη πραγματοποίηση των ονείρων οδηγεί, κυρίως τους αδύναμους ανθρώπους, στην απελπισία.
Τι κινητοποιεί την συγγραφή; Είναι αποτέλεσμα στιγμιαίας έμπνευσης ή πειθαρχημένης εργασίας;
Είναι και τα δύο. Σίγουρα υπάρχει εκείνος ο κόμπος απ’ τον οποίο η πλέχτρα ξεκινάει το πλεχτό της. Κι αυτόν τον κόμπο συνηθίζουμε να τον λέμε έμπνευση. Όμως το μεγαλύτερο ποσοστό είναι αναμφίβολα η δουλειά, σκληρή και πειθαρχημένη.
Ποιους συγγραφείς αγαπάτε; Γιατί;
Αγαπώ κυρίως τους συγγραφείς τους 19ου αιώνα, ανεξαρτήτως εθνικότητας, αυτούς που σήμερα πια τους λέμε κλασικούς. Ίσως γιατί ο ίδιος ο αιώνας με συγκινεί ιδιαίτερα, άρα και η λογοτεχνία που τον καθρεφτίζει. Είναι ο αιώνας που θεμελίωσε τον σύγχρονο κόσμο.
Σε τι πιστεύετε; Τι σας δίνει δύναμη;
Πιστεύω στις καλές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό που μου δίνει δύναμη είναι η γαλήνη στην προσωπική μου ζωή. Είναι τέτοιες οι εντάσεις που ζούμε στην καθημερινότητά μας με όσα συμβαίνουν γύρω μας, που η ήρεμη προσωπική ζωή είναι ένα αντιστάθμισμα σε όλα αυτά. Αν δεν υπάρχει δεν μπορείς να γράψεις. Το γράψιμο απαιτεί συγκέντρωση κι αφοσίωση.
Το βιβλίο Όσαν δεν έζησαν κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη