ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Της Αλίσιας Παρσεκιάν
Έκοψαν την κλωστή.
Δεν τους νοιάζει. Δύο δεύτερα υπόθεση.
Ένα κρακ ανεπαίσθητο.Ούτε που ακούστηκε.
Ύστερα έβαλαν το ψαλίδι στη θέση τους.
Πήραν τις δύο άκρες της κλωστής από το πάτωμα και προσπάθησαν να την ενώσουν.
Τι ειρωνεία,Θεέ μου.
Σπασμένη ψυχή, ρημαγμένο σώμα.
Θυμάμαι την τελευταία μέρα που ήμουν πάνω στη σκηνή.
Εκείνο το βράδυ πριν κλείσουν αιφνιδιαστικά τα πάντα.
Με κυρίευσε μια περιέργη αγαλλίαση.Αλλόκοτη.
Στην υπόκλιση.
‘Ενιωσα όλα τα χέρια των θεατών.
Ν’αγκαλιάζουν σφιχτά την καρδιά μου.
Να μένουν εκεί.
Να μην φεύγουν.
Εγώ να κλαίω με λυγμούς.
Να μην μπορώ να σταματήσω.
Ύστερα τα φώτα έκλεισαν.
Σαν να κατέρρευσε ο γενικός.
Ένα μπαμ ακούστηκε μέχρι την πλατεία.
Μετά πυκνό σκοτάδι,βαθύ.
Μύριζε πίσσα.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να τρέμω.
Μετά τον μονόλογο και το τελευταίο χειροκρότημα.
Από τα δάκτυλα των ποδιών μου ξεκίνησε.
Ανέβηκε σε όλο μου το σώμα.
Αγωνιούσα να βρω την αναπνοή μου.
Άκουγα την ανάσα των θεατών κι έπαιρνα κουράγιο.
Έβλεπα και τα κινητά τους να φωσφορίζουν στο απόλυτο σκοτάδι και παρακαλούσα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο.
Εντούτοις μόλις άρχιζε.
Ήταν αυτός ο φόβος που σε κατακρεουργεί.
Αυτός ο τρόμος που σε παραλύει.
Δεν ήξερα πια αν και πότε θα μπορούσα ξανά να δουλέψω.
Η μοναξιά μεμιάς μεταμορφώθκε σε τρυπάνι.
Φώλιασε μέσα μου.
Ξεκίνησε αργά αργά να με τρυπάει.
Νοίκι.
Ρεύμα.
Νερό.
Τηλέφωνο.
Σίτιση.
Έχω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς αυτή δεν μπορώ να ζήσω.
Σας ακούγεται περίεργο, ε;
Σήμερα εκάνα ένεση κορτιζόνης για να βγω στη σκηνή.
Ήμουν έρμαιο των πόνων.
Δεν πτοήθηκα.
Τους τιθάσευσα.
Κάθε βράδυ προσπαθώ να ζεστάνω την ψυχή του κοινού.
Βλέπω ανθρώπους να έρχονται στα καμαρίνια.
Μετά την αυλαία.
Για μια αγκαλιά βαθιά ανθρώπινη, για λόγια από καρδιάς.
Μου χαρίζουνε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτή είναι η ευτυχία μου.
Η πιο απλή.
Η πιο αγνή.
Η πιο καθάρια.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι άνθρωποι.
Είναι εκείνοι που αποφάσισαν πως από σήμερα, είμαι ΑΟΡΑΤΗ.
Ξέρουν ότι υπάρχω.
Ότι προσφέρω.
Ότι δίνω ολόκληρο το είναι μου.
Ξέρουν επίσης ότι η ψυχή και η καρδιά μου είναι ακόμα ζωντανές.
Ότι το σώμα μου, προς το παρόν, κινείται.
Δεν με βλέπουν όμως.
Όχι, γιατί δεν φαίνομαι.
Αλλά γιατί δεν θέλουν να με δουν.
Τους χαλάω το ανακάτεμα στην τράπουλα.
Κάποιο λάθος κάνω.
Αυτό το λάθος που στην ουσία δεν υπάρχει,πρέπει να το πληρώσω.
Χωρίς μισθό εδώ και εννιά μήνες και βλέπουμε.
Χωρίς κάποια στήριξη από την πολιτεία.
Δικαιούμαι τη στήριξη.
Δουλεύω.
Όπως και εσύ.
Είμαι άνθρωπος.
Όπως και εσύ.
Γιατί με κρύβεις;
Γιατί μου κλείνεις το φως;
Γιατί μου κόβεις την αναπνοή;
Γιατί με ρίχνεις κάτω και με πατάς;
Είμαι ηθοποιός.
Πάω να τροφοδοτήσω την καρδιά μου με λίγο ρεύμα.
Ν’ανέβουν οι παλμοί.
Ύστερα θα πέσουν με μανία.
Το ρεύμα δεν θα φτάσει και για το σώμα μου.
Θα το σκεπάσω με τη ρόμπα που φορώ για σήμερα.
Αύριο βλέπουμε.
Είμαι ζωντανή.
Εκπέμπω SOS.
Θέλω να με κοιτάξετε κατάματα.
Θέλω να δείτε τη ψυχή μου.
Ζητώ τα αυτονόητα.
Μη με μηδενίζετε.