Είμαστε Μαζί / Μαρία Παπαφωτίου
Γράφει η Μαρία Παπαφωτίου
Νιώθω πολλές μα πάρα πολλές τύψεις , ενοχές και μαύρες ερινύες με κυνηγάνε τα βράδια. Κόντεψα να σκοτώσω όλα τα φυτά μου στο μπαλκόνι. Σχεδόν τα αποτελείωσα ποτίζοντάς τα. Ξεχειμώνιασαν μπουκωμένα στο νερό, το λίπασμα και τη θετική ενέργεια. Ημιλυπόθημα σχεδόν καθημερινά, κάτωχρα και αδύναμα κάτι μου έλεγαν ίσως να ούρλιαζαν κιόλας αλλά δεν ακούω και πολύ καλά. Η φροντίδα τους βρισκόταν φυσικά στην καθημερινή μου ατζέντα. Είχα στόχο και όπως πάντα θα τα κατάφερνα. Επιθυμία μου και πόθος διακαής ήταν να γεμίσω τη βεράντα πράσινο(κυρίως) μα και μωβ είχα διαλέξει και κίτρινο που κάνει τέλεια αντίθεση μα και ροζ γιατί το γούστο μου ήταν και παραμένει λίγο λοξό. Μια αληθινή όαση μέσα στην πόλη. Μια σκέτη φρεσκάδα. Πράγματι. Μου περνούσε καμιά φορά φευγαλέα απ’ το μυαλό μπας και πάω και μια μικρή βόλτα στον Υμηττό να δω λίγο φύση αλλά την έδιωχνα γιατί δεν ξέρω γιατί αλλά κάπως μουντζούρα μου φαινόταν.Επέστρεφα λοιπόν στη βεράντα να φισουνάρω λίγο ακόμα τις πολλά υπόσχομενες και τάχιστα ανερχόμενες γλάστρες μου. Εις μάτην. Από το κακό στο χειρότερο πήγαινε αυτή η ιστορία. Ξαφνικά και από ένα άλλο πεδίο της ζήσης ήρθε η πληροφορία. Μας έβαλαν σε καραντίνα. Χα! Βούτυρο στο ψωμί μου. Καλύτερο δώρο για τον ψυχαναγκασμό μου δύσκολα μπορούσα να φανταστώ μα την Παναγία. Οργανώθηκα ευθύς αμέσως. Γενική σπιτιού, καλοκαιρινά, γυμναστική (εννοείται όλων των ειδών), διατροφή πιο υστερικά από ποτέ, απόλυτη επιμέλεια στο φρεσκάρισμα γαλλικών, καθαρισμός ντουλαπιών, ζωγραφική, παράξενα μα δημιουργικά χόμπι κλπ κλπ.
Δεν έχω χάσει δευτερόλεπτο στη κυριολεξία. Δεν έχω πάρει ανάσα. Είμαι το ίδιο παραγωγική, εμμονική με την επίτευξη της τελειότητας, δυναμική, αισιόδοξη, τρελαμένη θα έλεγε κανείς με το ξεζούμισμα της ζωής και πάνω απ’ όλα 100% φυσική! Απόλυτα απασχολημένη με την καινούργια πραγματικότητα έβαλα για λίγο στην άκρη την ανανέωση της βεράντας. Με στόχο φυσικά. Το χα προγραμματίσει για προτελευταία δουλειά πριν την ηρωική μας έξοδο. Και ξαφνικά μια ηλιόλουστη πασχαλινή μέρα τι να δω! Τα λουλούδια μου είχαν σχεδόν γίνει δέντρα. Αυτά ίσα που κιτρινοπρασίνιζαν χωρίς τη βοήθειά μου. Τι εξέλιξη είναι αυτή; Χωρίς τη βοήθειά μου; Τι πρόοδος; Χωρίς τη βοήθειά μου;! Τα χασα! Βγήκα και τα παρατηρούσα για ώρες, τα χάζευα καμιά φορά και λίγο τα χάιδευα εντάξει μπορεί και να τα παίνευα κιόλας. Καθόμουν με τον καφέ μου, που κανονικά ήταν προγραμματισμένο για λίγο αργότερα αυτό αλλά κάπως ξεχάστηκα και το κανα, τέλος πάντων. Έπινα καφέ κάθε μέρα έξω κι ας έκανε λίγο κρύο ακόμα και κοιτούσα χωρίς ακριβώς να ξέρω τι αλλά γύρω γύρω τα πάντα και πολλά δεν τα χα ξαναδει αν και συνήθως πολύ παρατηρητική και προσεκτική και κάπως δε σκεφτόμουνα και πάρα πολύ και κάπως χωρίς ειλικρινά ποτέ να καταλάβω από που και γιατί άρχισα να αισθάνομαι πως ούτε και αυτό που κοιτάζω -αυτό το φυτό μέσα στη γλάστρα- που το βλέπω και το παρατηρώ σκέφτεται και πολύ. Ούτε λογικά αποφασίζει και οπωσδήποτε δεν προγραμματίζει, δε σχολιάζει, δε σημειώνει, δεν επιθυμεί, δεν πετυχαίνει, δεν ενοχλεί, δε γνωμοδοτεί, δεν κυριαρχεί, δε βγαίνει πρώτο, δεν εθίζεται, δεν ηθικολογεί, δεν απλουστεύει, δεν καμώνεται, δεν κρύβεται, δεν παραπλανά, δεν προσποιείται, δε φροντίζει, δε θυματοποιείται, δε θυσιάζεται, δεν προτείνει, δεν κερδίζει. Άναπνέει. Βαθιά και με δυνατές καταπράσινες ρουφιξιές. Και φωτοσυνθέτει. Ρουφάει το φως με όλο του το είναι και όλη του την απλότητα και το μετατρέπει σε ανάπτυξη. Και τα κάνει όλα αυτά χωρίς εμένα πια και πανέμορφα και συγκλονιστικά. Ήσυχα και αθόρυβα. Και έλεγα ότι είχα τύψεις, πολλές τύψεις. Για τη βεράντα; Μήπως θυμάται κανείς; Ή ακόμα καλύτερα μήπως είχατε κι εσείς;