Η ενοποιητική συνθήκη της αγκαλιάς / Ένα κείμενο με αφορμή την παράσταση Ένα μάθημα χορού
«Θα μπορούσα να τη χαϊδέψω, να περάσω το χέρι μου αργά επάνω της, αλλά, ακριβώς σαν να κρατούσα μια πέτρα η οποία περικλείει το αλάτι πανάρχαιων ωκεανών ή το φως ενός άστρου, ένιωσα ότι δεν ακουμπούσα πια παρά τον σφραγισμένο φάκελο ενός προσώπου το οποίο εσωτερικά έφτανε στο άπειρο». Ο Προυστ περιγράφει την προσπάθεια των ανθρώπων να συνδεθούν με τον άλλον και το ανέφικτο της επιθυμίας μιας ολοκληρωτικής σύνδεσης, που όμως παράλληλα μας εξασφαλίζει την ατομικότητά μας. Αυτή η αγωνία σύνδεσης και ανθρώπινης επαφής μας μεταφέρεται από τους πρωταγωνιστές της παράστασης, ακουμπώντας με συγκινητικό τρόπο στη δική μας αδιάκοπη προσπάθεια ενότητας με την ετερότητα ή –αντιστρόφως- αποφυγής της επαφής, εξαιτίας του πόνου που προκαλεί η ματαίωση.
Ο καθένας κουβαλάει τις δικές του αγκυλώσεις, που φαίνονται αρχικά ανυπέρβλητες, σαν μια φυσικοποιημένη συνθήκη απόστασης ασφαλείας που εν τέλη οδηγεί στην απομόνωση. Στον θεατή φαντάζει ανέφικτη η αλληλεπίδραση μεταξύ ενός καθηγητή γεωφυσικής με σύνδρομο Άσπεργκερ και μιας χορεύτριας με σοβαρό τραυματισμό στο πόδι. Οι αναπαραστάσεις μας για αυτούς ανατρέπονται στη ροή του έργου, αποδεικνύοντας πως αυτά που μας συνδέουν μπορεί να είναι περισσότερα από αυτά που μας διαχωρίζουν. Αρκεί να είμαστε έτοιμοι να τα ανακαλύψουμε.
Η συνθήκη του χορού που τους φέρνει σε επαφή, είναι ο κατάλληλος ενοποιητικός παράγοντας, καθώς μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, ταρακουνώντας τη στασιμότητα του ψυχισμού τους, μέσω της σωματικής έκφρασης. Άνθρωποι συνεσταλμένοι, κλεισμένοι στα στενά όριά τους, με φόβο για το τι μπορεί να αναδείξει η κίνηση στο σώμα τους ίσως βρουν ένα κομμάτι του εαυτού τους στον πρωταγωνιστή, που στην αρχική του προσπάθεια να χορέψει περιορίζεται από την αδεξιότητα, την έλλειψη αυθορμητισμού και τη ροπή προς τη στερεοτυπία. Στην ίδια κατεύθυνση αυτο-περιορισμού, η χορεύτρια ψυχικά και σωματικά εγκλωβισμένη, με το ένα μέλος του σώματός της να την καθηλώνει, κινητοποιείται από τον καθηγητή, ερχόμενη ξανά σε επαφή με αυτό που τιμωρητικά θέλει να στερήσει από τον εαυτό της: τον χορό.
Σταδιακά ξεδιπλώνονται τα κομμάτια που τους πονούν. Ο καθηγητής με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, διαπιστώνει πως ο πιο κοντινός του άνθρωπος τον αποκαλεί «κύριο», υπογραμμίζοντας την απόσταση μεταξύ τους, δίπλα στο μικρό του όνομα. Η χορεύτρια διατηρεί πεισματικά τις αντιστάσεις της, λέγοντας ψέματα για την ιστορία της στους άλλους και στον εαυτό της, σε μια προσπάθεια να αποκρύψει αυτά που την έχουν πληγώσει. Που όμως πάντα θα τη βαραίνουν αν δεν ασχοληθεί με αυτά, σαν το τραυματισμένο της πόδι, που την έχει αγκυροβολήσει στο διαμέρισμά της.
Βρίσκει τον κατάλληλο συνοδοιπόρο στα μάτια του καθηγητή, που θα την αναζητήσει, θα τη θαυμάσει, θα επιμείνει στην αναζήτηση παρά τις δυσκολίες, θα την εμπιστευτεί. Εμπεριέχοντας στη σύνδεσή τους όλα εκείνα που στερήθηκε από τη μητέρα της– που πέθανε στη γέννα- αποκλείοντάς τη από τις πρώιμες εμπειρίες που προσφέρει η μητρική αγκαλιά και που συντελούν στη συγκρότηση του εαυτού.
Αυτή την αγκαλιά –και ό,τι εμπεριέχει- έχει την ευκαιρία να την ανακαλύψει στο χορό της με τον καθηγητή. Μια αγκαλιά που τους δίνει δύναμη, αποδεικνύοντας πως υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να τους εμπεριέχουν, να τους αποδεχτούν και να τους αγκαλιάσουν με τις ιδιαιτερότητές τους. Αυτή η ενοποιητική συνθήκη της αγκαλιάς που θρέφει με δύναμη τους συμμετέχοντες απεικονίζεται με πολύ έξυπνο τρόπο στην παράσταση, μέσα από το περιστρεφόμενο παιχνίδι που αναπαριστά το Σούπερμαν και τη Γουόντερ Γούμαν να αγκαλιάζονται.
Απελευθερωμένοι από τις πανοπλίες τους –που λειτουργούσαν εγκλωβιστικά, μέσω της ψευδαίσθησης προστασίας- στην τελευταία σκηνή οι πρωταγωνιστές χορεύουν χαρούμενοι. Γιατί μπόρεσαν να νιώσουν επιθυμητοί, μέσα από τα μάτια του άλλου. Γιατί το διαμέρισμα της χορεύτριας από τόπος απομόνωσης έγινε τόπος επανασύνδεσης. Και τα κορμιά τους λειτούργησαν σαν φιλόξενος τόπος. Χωρίς παρόλα αυτά, το ζευγάρι να λειτουργεί συγχωνευτικά. Απολαμβάνοντας την επιθυμία του άλλου και συνειδητοποιώντας κι εμείς μαζί τους το απέραντο του άγνωστου που εμπεριέχει ο άλλος, που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατακτήσουμε και που ταυτόχρονα συντηρεί την αυτονομία μας.
Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Αγγελική Κουτελιά
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.