Η επίμονη αναζήτηση ενός βλέμματος κανονικότητας / Ένα κείμενο με αφορμή την παράσταση Το Χελιδόνι
«Εγώ είμαι η μάνα του, εγώ τον έφερα στον κόσμο» φωνάζει πεισματικά η Αμέλια, η μητέρα του Ντάνι, στην προσπάθειά της να σώσει τα απομεινάρια της εγωιστικής της θέσης ως μητέρας παρούσας μέσω της επιβολής της, αλλά απούσας από μια πραγματική συσχέτιση με το γιο της.
Η Αμέλια έχασε τον Ντάνι σε τρομοκρατική επίθεση σε γκέι μπαρ στο Ορλάντο. Ωστόσο σταδιακά στην πορεία του έργου διαπιστώνουμε πως είχε χάσει το γιο της πολύ νωρίτερα, παρά την άρνησή της να παραδεχτεί την απώλεια της σύνδεσης μεταξύ τους. Η κραυγή του γιου της λίγο πριν το τέλος της ζωής του: «Μαμά θα πεθάνω» αναδεικνύει με τον πιο συγκινητικό τρόπο την παντοτινή ανάγκη απεύθυνσης στο σημείο ανάφοράς μας. Στο πρόσωπο που κάλυψε τις πρωταρχικές μας ανάγκες και που μας κράτησε στην αγκαλιά του μαθαίνοντάς μας να ανακαλύπτουμε την ύπαρξή μας μέσα από το καθρέφτισμά της.
Ένα καθρέφτισμα που πολλές φορές δεν είναι διαυγές, αλλά θολωμένο από τις ανασφάλειες και τις επιβολές του ατόμου που μας παρείχε τις πρώτες φροντίδες- εν προκειμένω η μητέρα του Ντάνι. Μια μητέρα που αναζητούσε εναγωνίως ένα βλέμμα κανονικότητας στα μάτια του παιδιού της, αναγκάζοντάς το να περιχαρακώνει τις ανάγκες του, να τις αποσιωπεί για να κρατάει τη μητέρα του εφησυχασμένη. Καταλήγοντας να αντιστρέφονται οι ρόλοι και ο Ντάνι να «κρατάει» τη μητέρα του σε μια κατάσταση ικανοποίησης, φροντίζοντας την επιθυμίας της να διατηρεί την ταυτότητα της «κανονικής» μητέρας. Μιας ταυτότητας που διατηρούσε την ψευδαίσθηση ενός γιου ειδωμένου όπως η ίδια επιθυμούσε να τον δει και που οποιαδήποτε παράκαμψη φάνταζε απειλητική στο στέρεο οικοδόμημα της ταυτότητας του «κανονικού» παιδιού της.
Χάνοντας με αυτό τον τρόπο την αληθινή εμπειρία αλληλεπίδρασης με το παιδί της, στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί τον οικείο και ασφαλή ρόλο της. Ο σύντροφος του γιου της, Ραμόν, έρχεται να φωτίσει το σκοτεινό δωμάτιου του ψυχισμού της, ανοίγοντας χαραμάδες αλήθειας, που τόσα χρόνια σφράγιζε εναγωνίως. Ακόμα και αν τα λόγια προκαλούν πόνο στο αρχικό τους άκουσμα, η Αμέλια καταφέρνει να σχετιστεί με το Ραμόν, σαν μια δεύτερη ευκαιρία συσχέτισης με το γιο που δεν πρόλαβε να ζήσει.
Η τρομοκρατική επιθυμία επιβολής της Αμέλια εναντίον του γιου της, την κρατούσε τόσα χρόνια θολωμένη και επιθετική απέναντι σε έναν ψυχισμό που τολμούσε να αναγνωρίζει τις πραγματικές του ποιότητες, και που προσπάθησε να τις υπερασπιστεί, ακόμα και στο τέλος της ζωής του, απέναντι στον αιώνιο πολέμιό του, τη μητέρα του.
Η αρχική της άρνησή να αναλάβει το Ραμόν που δεν εκπληρώνει τα κριτήριά της (τα μουσικά της κριτήρια σε πρώτο επίπεδο), μετατρέπεται σε ένα κάλεσμα ένωσης μέσω του τραγουδιού- νανουρίσματος – συνδετικού κρίκου της τριάδας. Προκαλώντας μας ένα βαθύ τράνταγμα στην υπαρξιακή μας ανάγκη να αγαπηθούμε- να γίνουμε αποδεκτοί, αρχικά από τον πρώτο φροντιστή μας και έπειτα από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους της ζωής μας. Σκιαγραφώντας το συνεχές της προσπάθειάς μας να γινόμαστε επιθυμητοί μέσα από τα μάτια του άλλου.
Αυτή η γλυκιά αίσθηση αποδοχής της Αμέλια λειτουργεί ανακουφιστικά για τον θεατή. Γιατί ξεπερνά την καταθλιπτική της θέση, όπου συγκρατούσε ένα αποστασιοποιημένο – μουδιασμένο ψυχισμό για να μην πονέσει για την απώλεια του γιου της. Και μας χαρίζει την απόλαυση του μοιράσματος. Μετουσιωμένο στο καθησυχαστικό νανούρισμα της παράστασης, προορισμένο να προσφέρει στο παιδί την ασφάλεια μιας μητέρας που είναι εκεί για τον συντροφεύσει με φροντίδα μέχρι την παράδοσή του στον (αιώνιο) ύπνο.
Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Αγγελική Κουτελιά
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.