Όταν ξαναβρεθούμε / Χρήστος Καρασαββίδης
Γράφει ο Χρήστος Καρασαββίδης
Το απόγευμα πίνω συνήθως καφέ φίλτρου φουντούκι και διαβάζω εφημερίδες, πολλές εφημερίδες -χάρτινες συνήθειες που δεν εγκατέλειψα ούτε στην καραντίνα. Κατά τ΄ άλλα έχω μάθει να μαγειρεύω καλύτερα, να κάνω μπριάμ ή ψάρι στο φούρνο με ροδέλες λεμονιού. Εκείνη μου στέλνει «είσαι όμορφος», «πόση καραντίνα ξοδεύεις για να μην σε βλέπω» της απαντώ και στο ντουλάπι δίπλα στη μαρμελάδα βλέπω δυο τονοσαλάτες κονσέρβα. Οι άνθρωποι αλλάζουν κάτω απ΄ αυτό το μολυσμένο πέπλο που έχει σκεπάσει τις παγκόσμιες μέρες μας. Ανάβω ένα τσιγάρο, λίγο για να νιώσω ευπαθής ομάδα, λίγο για να δώσω μια ακόμα ορθοπεταλιά στο μυαλό μου να καταλάβει γιατί οτιδήποτε γλυκαίνει ή πικραίνει τις ζωές μας είναι αόρατο. Ταξιδεύω κάπου-κάπου νοερά σε εικόνες αλατιού, έρωτα και κορονοϊού. Πλημμύρισαν οι καιροί μας αόρατες μεταβλητές. Παλιά τη φανταζόμουν να κυκλοφορεί στο σπίτι ξυπόλυτη φορώντας μόνο ένα πουκάμισό μου ή να περπατά σ΄ ένα πλακόστρωστο με ένα λουλουδάτο, ίσως και λουλουδένιο, φόρεμα· τώρα σε κάποια όνειρα τη βλέπω με πράσινη κοντομάνικη στολή, γάντια και μάσκα, ίσως γιατί ενδόμυχα εκτός από το κορίτσι που φιλά στα δόντια ψάχνω και τη δική μου σουπερ-ηρωίδα. Τι κόσμο θα βρούμε έπειτα απ΄ αυτόν τον εστεμμένο ιό; Ποιες σχέσεις θα μας σημαδεύουν, ποιές αγκαλιές και ποια φιλιά θα πραγματώνουν τα αισθήματά μας; Μια σκέψη, πίσω και πάνω απ΄ όλα, με τρομάζει. Αυτά τα φοβισμένα δευτερόλεπτα πριν από την πρώτη αγκαλιά, πριν από την ένωση των χειλιών, πριν από οτιδήποτε συνέδεε τους ανθρώπους. Τη βλέπω στο facetime να φορά πιτζάμες και κόκκινο κραγιόν. «Γιατί έβαλες κραγιόν;» τη ρωτάω, «επειδή σου αρέσει» μου λέει κι ένα ακόμα χαμόγελο καραντίνας κάνει την εμφάνισή του. Στο μπαλκόνι μου καμιά φορά έρχεται ένα πουλί, νομίζω είναι ο αρχηγός της συμμορίας των περιστεριών γιατί έχει τουπέ, με κοιτάζει, κάνει νευρικά μπρος πίσω το λαιμό του, μάλλον για να με ειρωνευτεί που δεν μπορώ να πάω ελεύθερα βόλτα ή για να καταπιεί τα ψίχουλα που του έδωσα. Και τι δεν θα ΄δινα αυτή τη στιγμή να είμαι μέλος σ΄ αυτήν την φτερωτή αλαζονική συμμορία καθαρματοπερίστερων. Περιμένω. Σκέφτομαι και περιμένω. Αναζητώ τη χαμένη μου νιότη κάποιες μέρες, πού είσαι αναρωτιέμαι, πού είσαι ερωτική μου εντροπία, διψασμένη μου γη και ξεχασμένη μου πατρίδα, πού είσαι κόντρα φα του οργασμού, τρίτη χιλιετηρίδα, πέμπτη πτώση των παθών, πού είσαι να σε ξαπλώσω γυμνούλα στο κρεβάτι μου και να λερώσεις τα ζαχαρί σεντόνια, να παρακάμψεις τους αλγόριθμους της καρδιάς, πού είσαι καμμένη μου παρισινή Παναγία, διεγερμένο μου κορίτσι, που είσαι να σε φιλήσω στα τετράφυλλα τριχείλια, να σου αποκαλύψω πέντε λεξιπλασίες και τέσσερις γραμματικούς κανόνες, να σου παραδώσω την παραδοχή, να γίνεις παρυφή στην υφή των συναισθημάτων και παρηκμασμένη ακμή της ζωής μου, που είσαι εσύ, λαμπερό μου κορίτσι, να σου χαρίσω την ευφυΐα μου, να σε πλημμυρίσω με ακυβέρνητο μπλε και να μείνεις μαζί μου υπορόζ και καθόλου σομόνη; Οι μελλοντικές μέρες στέκουν εκεί και μας περιμένουν. Θα ξαναβρεθούμε και θα συνεχίσουμε από κει που το αφήσαμε. Με μια σπίθα που δεν έσβησε από τα μάτια, αλλά με μυαλά και καρδιές εσαεί ματωμένα. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο στην υγεία των ερχόμενων ημερών και των ειπωμένων ερώτων· κι ας είναι να χαλάσω τη δική μου.
Χρήστος Καρασαββίδης
Απρίλιος ΄20
Καραντίνα, ημέρα απροσδιόριστη