Εξ’ ανάγκης – φτηνός δεκάρικος για τον έρωτα
Να χρειάζεσαι λέξεις
και να μη μπορείς να μιλήσεις.
Να χρειάζεσαι χρώμα
και να μη μπορείς να δεις.
Σκέφτηκα λοιπόν
ως εδώ με την αμφιβολία
ως εδώ με την ενοχή
ως εδώ με την νοσταλγία
κι άνοιξα πλατύστηθα
της καταστρεπτικής πιθανότητας
την κερκόπορτα,
προδότης μαζί και προδομένος,
από μιαν ανάγκη κινημένος,
από μια δίψα
για αύριο
και παντελώς αδιάφορος για συνέπειες
και επιπτώσεις.
Ξεχυθήκανε τότε
ορμητικά
οι ψηφίδες της διάλυσης
και του σπαραγμού
ενώ εικόνες αποκαλύψεις
εναλλάσσονταν ταχύτατα
με αποκαλυπτικές εικόνες.
Παραθέτω.
Παιδιά που ανελέητα κατακρεουργούσαν
την ξεχασμένη υπόσχεση του κόσμου,
ιστορικές ομιλίες γεμάτες από ένταση
και από κενό,
σάλπιγγες μονοφωνικές,
διαστρικά αραβουργήματα
χαραγμένα στην ουράνια επιφάνεια,
το όνομά σου,
οι φτωχοί και οι αδικημένοι,
οι φτωχοί και οι αδικημένοι τραγουδάνε το όνομά σου,
ηδονικοί λαρυγγισμοί
το όνομά σου αγάπη μου,
και κοίτα δες
σα πέπλο μιαν απλότητα εξαπλώθηκε
πρωτόγνωρη
που αδυνατώ να την κοινωνήσω,
θυελλώδεις βιβλιοθήκες καλπάζουν
με σπαθιά και ξιφολόγχες
να εκδικηθούν τους άπιστους
και τους αιρετικούς,
όλα τραγουδούν το όνομά σου αγάπη μου,
και το παρανοϊκό δάκτυλο
γράφει στων δέντρων τις κορυφές
επτασφράγιστα μυστικά,
αλχημείες,
σύμβολα αριθμητικά,
κουφάρια λέξεις
κουφάρια αληθινά
που ξεπηδούν από την ανοιχτή κερκόπορτα
δίχως εγώ να κατορθώνω τίποτα
έτσι που στέκομαι σε κάποια γωνιά
πασχίζοντας να κρατήσω σημειώσεις
συντμήσεις, παραπομπές,
υποκατηγορίες και κωδικούς.
Διότι εκείνα που φοβάμαι περισσότερο αγάπη μου
είναι η μνήμη
και η επανάσταση.
Για αυτό και εργάζομαι μανιωδώς
πάνω στα δύο
μεσημέρι βράδυ και πρωί
πρωί και βράδυ και μεσημέρι
αδύναμος να βάλω στους υπολογισμούς
και στις προφητείες
μία τελεία.
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος.
Τέτοια επέτειο δεν γνώρισε ο κόσμος.
Ένας ολομόναχος πιστός να την τηρεί και
κανένα γεγονός να την θεμελιώνει.
Φαίνεται πλέον καθαρά,
κάπως έτσι πρέπει να μοιάζει ο χρόνος.
Ένα μαστίγιο συνεχές
για όλα εκείνα που ενώ τα γιορτάζουμε
δεν τόλμησαν
να συμβούν ποτέ.