Μάνια Παπαδημητρίου – Αθηνά Κεφαλά / Παράλληλοι Μονόλογοι
Στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας (Β΄Σκηνή) παρουσιάζεται αυτήν την περίοδο Ο Μονόλογος της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Ένα δυνατό και δυναμικό κείμενο που προέρχεται από το ομότιτλο έργο και το τρίπτυχο βιβλίο της Προδομένη γυναίκα, το οποίο συνδιαλέγεται θίγοντας καίρια θέματα με αναγνώστες και θεατές. Ένα θεατρικό έργο που σκηνοθετεί η Αθηνά Κεφαλά και ερμηνεύει η Μάνια Παπαδημητρίου. Ένας σημαντικός λόγος για συζήτηση με την σκηνοθέτη και την ηθοποιό που μας χάρισαν ξεχωριστά πτυχές του κειμένου, της παράστασης, της ζωής που υπάρχει μέσα μας και γύρω μας, των εαυτών τους.
Πως γίνεται να βρεθεί ένας άνθρωπος σε κατάσταση απομόνωσης;
Γίνεται να συμβεί από τη μία στιγμή στην άλλη, αν κάποιος δεν φερθεί με τον σωστό τρόπο συγκεκριμένες στιγμές.
Μπορεί η μοναξιά να είναι επιλογή;
Μπορεί να είναι επιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν πονάει.
Ποια χαρακτηριστικά αποτελούν πραγματικές ανθρώπινες αρετές;
Ο χαρακτήρας, το να κρατάει κάποιος τις αρχές του, η αγάπη. Το να κινείται με άξονα την αγάπη και όχι την εκδίκηση.
Μπορούμε να μιλάμε για λάθη, όταν πρόκειται για επιλογές που κάναμε σε δεδομένη στιγμή και υπό συγκεκριμένες συνθήκες;
Και βέβαια μπορούμε να μιλάμε για λάθη. Οι επιλογές σε μία συγκεκριμένη στιγμή, όσο συνειδητές και αν είναι, μπορεί να είναι λάθος και να βαρύνουν τη ζωή ολόκληρη, ενώ αναγνωρίζεις ότι ήταν λάθος.
Μπορούμε να βασιζόμαστε στους άλλους;
Όχι, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στους άλλους, αλλά δεν είναι και σωστό να μην τους ακούμε καθόλου.
Η οικογένεια αποτελεί καταφύγιο ή βάρος;
Οι οικογένειες στην Ελλάδα είναι σίγουρα καταφύγιο και αυτό είναι καλό να το αναγνωρίσει κάποιος κάποια στιγμή στη ζωή του.
Η σχέση μητέρας και κόρης είναι τόσο καθοριστική ακόμα και στην παραμικρή της λεπτομέρεια;
Η σχέση μητέρας και παιδιού είναι ότι πιο σημαντικό υπάρχει. Όχι μόνο μητέρας και κόρης, αλλά μητέρας και παιδιού, ανεξαρτήτως φύλου. Η μητέρα είναι το πρότυπο της αποδοχής. Ή το δίνει ή δεν το δίνει στο παιδί. Και η αποδοχή είναι η αγάπη. Αν δεν στο μάθει η μητέρα σου δεν το μαθαίνεις ποτέ και είσαι πάντα δυστυχισμένος.
Ποιο ήταν το προσωπικό σας κέρδος από την πορεία της παράστασης;
Για μένα η παράσταση είναι πάντα ένα ταξίδι εμπειρίας και εξερεύνησης. Μαθαίνω κάθε βράδυ απ΄ αυτήν και ελπίζω αυτό το ταξίδι γνώσης να είναι απολαυστικό για μένα και για τον θεατή. Αυτό είναι το στοίχημα.
Μοιραστείτε μαζί μας ένα κομμάτι του κειμένου που ξεχωρίζετε.
Για μένα σημαντικό είναι το σημείο που η ηρωίδα προσπαθεί να προσευχηθεί: ” Θεέ μου κάνε πως υπάρχεις”. Προσωπικά, πιστεύω πως υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, την οποία μπορούμε να επικαλεστούμε. Θεωρώ πως αν δεν το πιστεύεις αυτό, υπάρχει τεράστιος τρόμος. Αυτό το όριο του τρόμου διερευνούμε στην παράστασή μας …. Υπάρχει ο θεός; Κι αν δεν υπάρχει, μπορούμε να τον επικαλεστούμε σαν να υπάρχει; Και αν όχι, τότε πως διαχειριζόμαστε το φόβο του θανάτου; Ο δυτικός άνθρωπος, μόνος απέναντι στις ενοχές που του έχουν επιβάλει άλλοι, πασχίζει να βρει τις αιτίες της ήττας του απέναντι σ΄ αυτό το φόβο,αποφεύγοντας τη βασική παραδοχή, ότι δεν είναι μόνος. Ο δυτικός άνθρωπος είναι μόνος, απόλυτα μόνος απέναντι στη λογική και την ανάλυση. Φτάνει αυτό; Είναι αρκετό; Φαίνεται πως όχι.
Μάνια Παπαδημητρίου
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο αυτήν την χρονική στιγμή;
Σίγουρα μια κοινωνική τάξη γυναικών βρίσκεται μακριά απ’ την ελευθερία που έχουν κατακτήσει οι γυναίκες των αστικών κέντρων, κατά συνέπεια σ’ αυτές τις γυναίκες δίνουμε ένα χέρι. Αν και τα έργα αυτά, είναι πλέον κλασσικά και καλό είναι να έρχονται κατά καιρούς στα θέατρα. Ο μονόλογος αυτός παίζεται κάθε χρόνο σε πολλές χώρες και κάποιες φορές σε δυο ή τρεις διαφορετικές εκδοχές ταυτοχρόνως. Ήθελα να γίνει γνωστό το έργο της Σιμόν ντε Μποβουάρ ή να το ξαναθυμίσουμε.
Τι σας γοητεύει; Τι σας κεντρίζει το ενδιαφέρον;
Το ενδιαφέρον είναι πρώτα η γλώσσα, το πρωτότυπο κείμενο είναι αυτόματο, δεν έχει πουθενά στίξη, γι’ αυτό και το πρωτογενές παραλήρημα βγαίνει πεντακάθαρα απ΄ τη συγγραφέα. Φυσικά, η μετάφρασή του είχε τεράστιες δυσκολίες, το έγραψα τουλάχιστον οκτώ με δέκα φορές. Είχα την ευτυχία να παίξω το κείμενο αυτό το 1980 στο Παρίσι και πάντα ήθελα να το ξαναδουλέψω. Είναι απ’ τα σπάνια έργα με τέτοια διεισδυτική ματιά στον κόσμο της αστής γυναικάς που απέτυχε σε όλα. Τα τελευταία χρόνια τον μονόλογο αυτό τον ερμηνεύουν και άντρες ηθοποιοί, μιας και πολλοί άντρες βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.
Η συγγραφέας έχει αγωνιστεί σκληρά για τα δικαιώματα των γυναικών. Μετά από τόσες μάχες –γενικά- για το συγκεκριμένο ζήτημα, υπάρχει βελτίωση;
Εδώ θα απαντήσω με την φράση της Σιμόν ντε Μποβουάρ από το κορυφαίο της έργο Το Δεύτερο Φύλο: {γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι}, βιβλίο που το Βατικανό το 1949 που γράφτηκε έβαλε στην μαύρη λίστα, άλλα δε κατάφερε αυτή η μαύρη λίστα να σταματήσει την εκτόξευση των πωλήσεων και την διδασκαλία του σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Φυσικά, σ’ ότι αφορά στα δικαιώματα των γυναικών στα αστικά κέντρα έχουν βελτιωθεί πολύ. Αν και πολλοί άνθρωποι ακόμα βλέπουν την γυναίκα σαν μηχανή παραγωγής ζωής και η εκκλησία βοηθά πολύ σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ως επαρχιώτισσα που είμαι, κάθε φορά που επισκέπτομαι την πόλη μου το διαπιστώνω με μεγάλη μου θλίψη. Η γυναίκα που δεν έχει παιδιά ή παραδοσιακή οικογένεια αντιμετωπίζεται συχνά ως αποδιοπομπαίος τράγος, αν είχαμε σε μια μικρή πόλη ένα ζευγάρι σαν τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τη Μποβουάρ δεν ξέρω αν θα μπορούσε να επιβιώσει, με την απέραντη ελευθερία που έζησαν τη σχέση τους. Πρέπει να γίνει αρκετή δουλειά ώστε οι γυναίκες σε μικρά αστικά κέντρα να βρουν την πλήρη ανεξαρτησία.
Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη να αγωνιστούμε για πράγματα αυτονόητα;
Για ότι προανέφερα, να μπορεί ο άνθρωπος μέσα στη συμβίωσης, της οικογένειας, της σχέσης με το άλλο φύλο να είναι ελεύθερος σε όλες τις εκφάνσεις και ότι αυτό σημαίνει, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις.
Πως εργαστήκατε για να γίνει παράσταση;
Σ’ αυτό το έργο ήθελα να φανεί η φυλακή του ανθρώπου, του μυαλού του ανθρώπου που εδώ είναι η ηρωίδα μας η Μυριέλ. Μια φυλακή που η ίδια δημιούργησε, αλλά και όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι με τις παροχές που έδωσε τις δεκαετίες 50 – 60 (το έργο έχει γράψει η Μποβουάρ το 1967 και είναι το δεύτερο του τρίπτυχου η”Προδομένη Γυναίκα” ένα χρόνο πριν τα γεγονότα του Μάη 68). Η κεντρική Ευρώπη για άλλη μια φορά ήταν σε μεγάλη κρίση, οικονομική, κοινωνική, πολιτική και φυσικά μια γυναίκα σαν τη Μποβουάρ έβλεπε τι γίνεται μπροστά της, έγραψε την Προδομένη Γυναίκα σε μια περίοδο που κανείς δεν έδινε σημασία στα δικαιώματα που είχαν ή μάλλον δεν είχαν. Για τις γυναίκες αγωνίστηκε κι έχουμε εμείς σήμερα κάποιες κατακτήσεις αυτονόητες. Περιόρισα την πρωταγωνίστρια σ’ ένα τραπέζι εκεί που πέρασε κάποιες στιγμές οικογενειακής γαλήνης, γαλήνης ψεύτικης ή κάποιες φορές και αληθινής, οι φωνές που ακούει απ’ τον κόσμο που διασκεδάζει έξω απ το σπίτι της παραμονή πρωτοχρονιάς έρχονται μ’ ένα τσέλο που παίζει μουσικές παραλλαγές μπαρόκ, η μουσική σ’ αυτή τη παράσταση είναι τα φάντασματά της. Το ατού μας είναι η σκληρότητα του κειμένου και της ηθοποιού που ερμηνεύει τη Μυριέλ και παλεύει σε κάθε παράσταση με όλες της τις δυνάμεις. Με τη Μάνια Παπαδημητρίου συνεργαστήκαμε άριστα, η Μάνια ακολούθησε τη γνώμη μου γι’ αυτή την ηρωίδα. Ήθελα ν’ αποφύγω μια ερμηνεία μελό που συχνά τέτοια έργα σκληρότητας μπορεί να εύκολα να το επιβάλουν (το μελό θεωρώ ότι θα ήταν ψεύτικο και απάτη προς τους θεατές) το καταφέραμε, το υποστηρίξαμε και πιστεύω πως η Μάνια και η Μαίρη με το τσέλο της το πέτυχαν, αν και ο θεατής θα μας πει τι βλέπει. Έχουμε μια μάχη της Μυριέλ με την Μάνια, δυο αλληλοσυγκρουόμενες υπάρξεις. Το έργο αυτό είναι ένα σχολείο για ηθοποιό και μια ωμότητα για τον θεατή, βλέπει ό,τι παρακαλά να μη του συμβεί.
Ποιο ήταν το προσωπικό σας κέρδος από την πορεία της παράστασης;
Το μεγάλο κέρδος ήταν που χαθήκαμε τρεις γυναίκες σ’ ένα ντελίριο μοναξιάς, μιας ηρωίδας που δε ξέρεις αν πρέπει να την λυπηθείς. Να την αγαπήσεις; Να τη μισήσεις; Δουλέψαμε σκληρά με το κείμενο και είδαμε κόσμους που είναι μέσα μας και δίπλα μας, με το θαυμάσιο αυτό έργο βλέπεις μια κοινωνική υποκρισία που οδηγεί σε ανθρώπινη τραγωδία. Σίγουρα ήταν μια συνεργασία που δε την ξεχνάς, και θα συνεχίσουμε με Μποβουάρ.
Μοιραστείτε μαζί μας ένα κομμάτι του κειμένου που ξεχωρίζετε.
“Αν ήμουν εγώ η γη θ ανατρίχιαζα μ’ όλο αυτό το σκυλολόι πάνω μου, θα το τράνταζα. Θέλω πολύ να πεθάνω αν πεθάνουν όλοι”. Φράση απέραντης απελπισίας.
Αθηνά Κεφαλά
Μονόλογος στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας Β΄Σκηνή
Συντελεστές
Μετάφραση, διασκευή, σκηνοθεσία: Αθηνά Κεφαλά
Μυριέλ: Μάνια Παπαδημητρίου
Τσέλο: Μαίρη Σκοπελίτη
Φωτογραφίες: Σπύρος Δομαζάκης, Θανάσης Κεφαλάς
INFO:
Κεφαλληνίας 16-18 Κυψέλη
Πληροφορίες – κρατήσεις : 210 8838727
Παραστάσεις:
Παρασκευή, Σάββατο (εκτός 24/12 και 31/12) στις 21.00
Κυριακή 19.00
και Πέμπτη 22/12 και 29/12 στις 21.00
Διάρκεια:
60 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων:
Κανονικό: 12 ευρώ
Φοιτητικό: 8 ευρώ
Άνεργοι & Ατέλειες: 5 ευρώ