Θεοί σε λευκά κελιά / Ένα κείμενο με αφορμή την παράσταση Δυό Θεοί
Ο Πάτρικ και ο Μιγκέλ, οι πρωταγωνιστές της παράστασης, είναι εγκλωβισμένοι σε ένα λευκό κελί, στην προσπάθεια απεξάρτησής τους από τους υπολογιστές. Τα τελευταία δέκα χρόνια επιβιώνουν σε ένα δωμάτιο χωρίς ερεθίσματα που να μαρτυρούν ζωντάνια, τρέφονται με πλαστική τροφή, χωρίς ρούχα που να τους διαφοροποιούν, αλλά με άσπρες φόρμες. Μόνη διαφυγή από το δωμάτιο, η βόλτα στο προαύλιο. Μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο, το ραδιόφωνο και οι ειδήσεις που μεταδίδει.
Η εικόνα μας μοιάζει ξένη, αλλά ίσως να μεταδίδει με γλαφυρό τρόπο την πραγματικότητα της εποχής μας. Ας αναρωτηθούμε: μήπως βιώνουμε, εν αγνοία μας, τη ζωή με τον ίδιο αποστειρωμένο τρόπο; Ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω μας, στο μετρό, στη δουλειά, στο δρόμο, στην καφετέρια, εύκολα αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ανθρώπων ρουφιγμένων από την οθόνη του κινητού τους. Σαν να περιστοιχίζονται από αόρατα κελιά, σαν αυτό της παράστασης, που τους διαχωρίζουν από την εξωτερική πραγματικότητα.
Όλα φιλτράρονται υπό το πρίσμα του κινητού ή του υπολογιστή. Μια έξοδος για να αποκτήσει νόημα χρειάζεται πλέον να καταγραφεί από το κινητό και να ποσταριστεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι σαν να ζούμε για να δώσουμε την πληροφορία στους υπόλοιπους: ότι περνάμε υπέροχα, ότι είμαστε ευτυχισμένοι και δραστήριοι.
Απορροφημένοι από τον ακατάπαυστο ρυθμό που μεταδίδεται η πληροφορία στις μέρες μας, παραμένουμε στο τίποτα, σε ένα λευκό, ουδέτερο τοπίο. Ποιός θα μπορούσε να διαχωρίσει τη σημαντική πληροφορία; Σε μια εποχή που η είδηση μεταδίδεται με ευφάνταστους τίτλους στην προσπάθεια να μας τραβήξουν την προσοχή και να μας βγάλουν από την αυτοματοποιημένη κίνηση του σκρολαρίσματος στην οθόνη του κινητού, δεν έχει σημασία το περιεχόμενο.
Με τον ίδιο τρόπο κινούνται οι ήρωες του θεατρικού έργου. Όταν μαθαίνουν ότι πλησιάζει η καταστροφή του κόσμου, οι πρωταγωνιστές αποφασίζουν να καταγράψουν την ιστορία, ώστε οι επόμενες γενιές να μην χάσουν το παρελθόν τους. Η καταγραφή επηρεάζεται από τις δικές τους ανάγκες και ιδέες. Άλλωστε ποιός είναι αυτός που καθορίζει τι είναι σημαντικό και τι όχι στην ιστορία; Με την ίδια αυθαιρεσία, προκύπτει η επιθυμία, από τους τροφίμους μέχρι το διευθυντή της κλινικής, να καταγραφούν δανειζόμενοι το όνομα και τη δόξα διάσημων προσωπικοτήτων.
Μια επιθυμία που ακουμπάει στην καθολική αγωνία της εποχής μας: να αναγνωριστούμε, να αφήσουμε το αποτύπωμά μας. Να βγάλουμε φωτογραφία και να την ανεβάσουμε στο ίνσταγκραμ για να γνωστοποιήσουμε την ύπαρξή μας στο ευρύ κοινό. Η ανάγκη για φωτογραφική απεικόνιση και μοίρασμα της καθημερινότητάς μας κινείται στην ίδια πορεία με την ανάγκη των ηρώων του έργου να μείνουν στην ιστορία.
Υποβόσκει το άγχος θανάτου, από το οποίο κανείς δε μένει ανεπηρέαστος. Στην παράσταση ο επικείμενος θάνατος κινητοποιεί τους ανθρώπους, αλλά με λάθος τρόπο. Το τέλος δεν αποτελεί αφορμή για να έρθουν πιο κοντά μεταξύ τους και να βιώσουν την ανακούφιση της “κοντινότητας” και του μοιράσματος. Αντιθέτως, τους απομακρύνει.
Το δικό μας τέλος, φαίνεται πως μας κινητοποιεί με ταυτόσημο τρόπο. Το άγχος θανάτου, η γνώση ότι κάποτε θα πεθάνουμε, συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη μας να αφήσουμε το αποτύπωμά μας στον διαδικτυακό κόσμο. Δεν αρκεί να έχουμε τις φωτογραφίες στο συρτάρι μας. Πλέον, επιθυμούμε να τις μοιραζόμαστε με όσο περισσότερο κόσμο γίνεται. Δεν μας καθησυχάζει το να αφήσουμε απογόνους σαν συνέχειά μας. Ούτε το να αποκτήσουμε υλικά αγαθά, μας δίνει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας στη ζωή μας. Στις μέρες μας η εικόνα έχει τη δύναμη.
Χρειάζεται να επιδείξουμε τα κεκτημένα μας. Η φωτογραφική απεικόνιση ανακουφίζει την υπαρξιακή μας αγωνία. «Φωτογραφίζομαι άρα υπάρχω» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ζωής μας…
Η παράσταση μας κινητοποιεί να σκεφτούμε πώς θα λειτουργούσαμε εμείς τις τελευταίες μέρες της ζωής μας. Αν σκεφτούμε ότι κάθε μέρα μας χρειάζεται να μην ξοδεύεται, αλλά να έχει ουσία, και εμείς επιμένουμε να την περνάμε συνδεόμενοι διαδικτυακά, τότε οι περισσότεροι θα έπρεπε να απαντήσουμε ταυτιζόμενοι με τους πρωταγωνιστές της παράστασης: «μπροστά από μια οθόνη». Το ερώτημα λοιπόν, χρειάζεται να αντιστραφεί και να αναλογιστούμε πώς περνάμε τη ζωή μας στην καθημερινότητά μας και πώς μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα λευκά κελιά μας.
Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Αγγελική Κουτελιά