Ο Σταθμός
Μέσα στο λεωφορείο
επαρχιακός ραδιοφωνικός σταθμός
βουίζει στα αυτιά μου.
Διαφημίσεις σχετικές με την αισθητική του χώρου μου
-ένα τηλεφώνημα και όλα εντελώς δωρεάν-
εναλλάσσονται με βαριά
υποτίθεται
λαϊκά τραγούδια του συρμού
-πόσο τους λείπει η πινελιά του αυθεντικού,
πόση έλλειψη από εκείνο που προσποιούνται πως τα διακρίνει-
zoom fm,
ανάσες από μιαν ατμόσφαιρα γαλακτώδη,
ναι γαλακτώδη,
θες το φως,
θες οι γερμένες κεφαλές
-τα γυρτά κεφάλια-
τα μισοσβησμένα τους όνειρα,
οι ξηλωμένες αποσκευές τους,
των καθισμάτων οι ραφές,
θέλεις η ώρα,
στιγμές λευκές κι ας είναι νύχτα,
ναι,
γαλακτώδης είναι η ατμόσφαιρα,
γαλακτώδης,
και οι ξεκούρδιστες πενιές
σα μια ευθεία που καταπίνει τον εαυτό της,
εφιάλτης μήπως;
έμπνευση;
κι αν δεν είναι τίποτε περισσότερο από μνήμη;
ένα τηλεφώνημα;
ένα κύμα;
κι όμως δεν τόλμησα να σε καλέσω ούτε μια φορά ύστερα από εκείνη την νύχτα,
άραγε να κοντεύει χρόνος από τότε;
σε λίγο θα έχουμε κιόλας επιστρέψει
-οι ταξιδιώτες εννοώ-
αποσπάσματα διαφημιστικά εξακολουθούν,
μερίδες από έρωτες πρόχειρους
σπαρακτικούς μέσα στην ασημαντότητά τους,
ούτε Αντώνιος ούτε Κλεοπάτρα,
ούτε για πάντα ή για ποτέ,
φθαρτές πληγές,
Γκόλφω ή Τάσος
Αρεθούσα και Ρωτόκριτος
κανείς,
καμία Δηιάνειρα,
καμία πληγή πυρακτωμένη και άσβεστη.
“Μόνο τα απαραίτητα” έμαθα
“Μόνο τα απαραίτητα” έλεγα,
όμως μέσα στο μυαλό μου ακόμα χτυπάει ο ήχος εκείνου του τηλεφωνήματος που ποτέ δεν τόλμησα να μας χαρίσω,
απίστευτες προσφορές,
ανοιχτά κάθε μέρα
-επί βάσεως καθημερινής-
άρχοντες τοπικοί,
μηχανισμοί επιβολής
-τελικά μήπως όντως είναι φτηνών σουξέ υπόθεση ο έρωτας;-
θυμάμαι εκείνο το άγγιγμα σου το κρυφό,
το χέρι σου, το χέρι μου,
το χέρι μας,
έλεγα “μόνο τα απαραίτητα”
ωστόσο κουβαλώ μέσα στο στήθος μου μιαν εντελώς περιττή πληγή πλεγμένη από τα δευτερόλεπτα που μοιραστήκαμε,
σε αναζητώ σε κάθε λέξη δίχως ενοχές
και ο ειρμός μου ανορθόγραφο ταξίμι,
βλέπω τον δρόμο να μακραίνει όπως χάνεται,
ένας και κοινός με του ορίζοντα το πλάτος,
κοιτάζω όλο κοιτάζω προς τα πίσω,
τις μικρές αυλαίες ανασηκώνω με τα δάχτυλα
-κλεφτές ματιές-
ακούγεται
ο θόρυβος της μηχανής
ο γεμάτος θυμό ερμηνευτής,
στον σταθμό με περιμένει το φάσμα του εαυτού μου,
πλέκω μια μοίρα φυλακή
και όλο σε γυρεύω
και σε μιλάω
στον μεγάλο δρόμο με τις απροσδιόριστες υπογραφές στους τοίχους,
στο κρυφό μου ψιθύρισμα,
στην ατέρμονα παραληρηματική μου εξομολόγηση
που ποτέ δεν θα σου επιδώσει κανένας κλητήρας,
που κανένας δεν θα σου φέρει ταχυδρόμος,
η οποία δεν θα ακουστεί σε κανένα ραδιόφωνο,
την οποία δεν θα σου τραγουδήσω ποτέ
και την οποία δεν θα την ακουμπήσω ποτέ στο τραπέζι σου σαν την πλέον ασήμαντη προσφορά για να την βρεις μόλις ξυπνήσεις,
ούτε σαν τον άγιο έφηβο τον αλαζόνα θα σου την διαλαλήσω με ανοιχτό
το στέρνο και το στόμα και την πληγή
και τ’ όνειρο.
Το λεωφορείο.
Το λεωφορείο έφτανε στον σταθμό.
Όση ώρα το διάβαζα ένιωθα σαν να με τιναζει ηλεκτρικο ρεύμα, τόσο βαθιά με άγγιξε.. Ειναι σαν να διαβάζω τις σκέψεις μου κι είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα ως και μεταφυσικό! Είναι από κάποια ποιητική συλλογή;
Καλημέρα!
Είναι γραπτά του όμηρου Πουλάκη που θα βρείτε εδώ: https://www.cuemagazine.gr/blog/
Το Cue ελπίζει να εκδοθούν σύντομα γιατί κι εμείς πιστεύουμε ότι αυτό τους αξίζει!