MANOLIS: Η ζωή μιας περήφανης και δίκαιης καρδιάς

Γράφει η Μαριάννα Μωυσίδου, Θεατρολόγος – Κριτικός Θεάτρου
Η παράσταση «Manolis, καρδιά σε τέσσερις χορδές» σε σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κατεβάζοντας αυλαία χθες 2 Φεβρουαρίου 2025. Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης συνυπέγραψαν αυτό το πρωτότυπο θεατρικό έργο και καταπιάστηκαν με μεγάλη ευαισθησία, καθαρότητα και διακριτικότητα με τη ζωή του Μανώλη Χιώτη.
Λίγα λόγια για τον Μανώλη Χιώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου 1921 με γονείς τον Διαμαντή και τη Μαρία Χιώτη. Έως τα επτά του χρόνια ήταν Σαλονικιός και έπειτα επέστρεψε με την οικογένεια του στο Ναύπλιο, έως το 1936 όπου κατέβηκε στην Αθήνα. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία στη μουσική ήταν στην εταιρεία Κολούμπια με το τραγούδι «Το χρήμα δεν το λογαριάζω». Το 1938, έχασε τον πατέρα του, Διαμαντή Χιώτη, ο οποίος δολοφονήθηκε όταν εκείνος ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Το 1942, εν μέσω της γερμανικής κατοχής, ο Χιώτης θα συναντήσει τυχαία τον δολοφόνο του πατέρα του σε ένα μπουζουκάδικο της εποχής, όπου ο δεύτερος τέσσερα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του θα βρεθεί για να διασκεδάσει. Το 1949 γνωρίζει την πρώτη σύζυγό του, την έως τότε ηθοποιό Ζωή Νάχη. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύονται, και εκείνη μεταπηδά στο τραγούδι, ακολουθώντας τον και εγκαταλείπει το θέατρο, σύμφωνα με την επιθυμία του Χιώτη. Μαζί αποκτούν δυο παιδιά, την Μαρία και τον Διαμαντή. Λίγο αργότερα ο Χιώτης συνάπτει σχέση με τη Μαίρη Λίντα και χωρίζει από τη Νάχη. Με τη Λίντα έμειναν μαζί δέκα χρόνια και έκαναν φοβερές μουσικές επιτυχίες μαζί σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα ζούσαν τον έρωτά τους. Μετά την αξιοσημείωτη περιοδεία τους στην Αμερική και την πράσινη κάρτα που τους δόθηκε, η Μαίρη Λίντα και ο Μανώλης Χιώτης χωρίζουν το 1966 και γυρίζουν στην Ελλάδα. Το 1967 αυτός παντρεύεται την Μπέμπα Κυριακίδου, η οποία ήταν και η τελευταία του σύζυγος. Το 1970 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Λίγα λόγια για την Ιόλη Ανδρεάδη και τον Άρη Ασπρούλη
Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης έχουν συνυπογράψει δεκαπέντε θεατρικά έργα τα οποία πρόεκυψαν έπειτα από μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα, όπως η τριλογία τους για τη ζωή και το έργο του Αντονέν Αρτώ, η ιστορία της Πειραϊκής-Πατραϊκής και της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και οι πρωτότυπες διασκευές για το θέατρο των κλασικών μυθιστορημάτων «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Περηφάνια και Προκατάληψη». Τα έργα τους έχουν παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σόφια, Φιλιππούπολη και Αθήνα, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές από τον διεθνή και ελληνικό τύπο, έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, βουλγάρικα και έχουν εκδοθεί από την Κάπα Εκδοτική.
Η σκηνοθέτης Ιόλη Ανδρεάδη είναι επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία και το κείμενο σε περισσότερες από 40 παραστάσεις σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Ρώμη, Σόφια, Φιλιππούπολη και Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Royal Academy of Dramatic Art και μετεκπαιδεύτηκε στο Lincoln Center Theater Director’s Lab. Είναι υπότροφος του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης και μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Υποτρόφων του. Έχει συγγράψει βιβλία για την τελετουργία των Αναστεναρίων, την Performance και το Θέατρο και την Εκπαίδευση, τα οποία κυκλοφορούν από την Κάπα Εκδοτική.
Μανώλης, καρδιά σε τέσσερις χορδές | Η ζωή μιας περήφανης και δίκαιης καρδιάς
«Αυτό είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο για το πως έζησα. Τίποτα παραπάνω. Και τίποτα λιγότερο.»

Η παράσταση «Μανώλης, καρδιά σε τέσσερις χορδές» είναι σκηνοθετημένη από την Ιόλη Ανδρεάδη με απόλυτη ακρίβεια, όπως ακριβώς συμβαίνει με μια μουσική παρτιτούρα. Η μουσική του Χιώτη, οι ηθοποιοί κι οι μουσικοί επί σκηνής, τα σκηνικά, τα κοστούμια και οι φωτισμοί συνομιλούν εντέχνως και με επιτυχία, μεταφέροντας τους θεατές στον κόσμο του Μανώλη Χιώτη.
Η έναρξης της παράστασης γίνεται με την είσοδο στη σκηνή του ηθοποιού-αφηγητή Γιάννη Καραμφίλη ως Μανώλη Χιώτη, ο οποίος περπατά σε σιωπή με κλειστή την αυλαία. Ο Καραμφίλης ως Χιώτης απευθύνεται σε εμάς σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο και κάνοντάς μας συνωμότες σε αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Μας ανοίγει τον υποσυνείδητο κόσμο του, καθώς πρόκειται να μας αφηγηθεί ένα όνειρο που είδε. Είδε ολόκληρη τη ζωή του σε όνειρο.
«Η τάξις έχει παράξενους τρόπους να αποκαθίσταται.»
Η αυλαία ανοίγει και βλέπουμε ένα πάλκο γιατί ο Μανώλης Χιώτης εκεί την έζησε τη ζωή του. Η Ιόλη Ανδρεάδη καλεί τους θεατές, μέσα από τα λόγια που βάζει στο στόμα του Χιώτη, να ανοίξουν την καρδιά τους και να ακούσουν την ιστορία μιας περήφανης και δίκαιης καρδιάς. Το όνειρο της ζωής του Χιώτη αρχίζει με ένα συμβάν λίγο πριν το θάνατό του. Όταν, επί χούντας, την άνοιξη του 1970 πηγαίνει έξω από τις φυλακές του Ωρωπού, όπου βρίσκεται φυλακισμένος ο Μίκης Θεοδωράκης για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και του κάνει καντάδα μαζί με μια παρέα μουσικών, θέλοντας να του δείξει πως δεν τον έχει ξεχάσει. Τραγουδούν το «Ροδόσταμο» του Θεοδωράκη. Το συμβάν αυτό λήγει ήρεμα και εύκολα εκείνη την ώρα, αλλά θα έχει συνέχεια την επόμενη ημέρα. Ο Χιώτης συλλαμβάνεται και βασανίζεται από τα όργανα της Χούντας και οδηγείται σε πλήρη απομόνωση στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Δυο ημέρες αργότερα αφήνει την τελευταία του πνοή έπειτα από καρδιακή προσβολή. Η Ανδρεάδη τον λούζει στα χιόνια και έτσι συμβολικά τον αποχαιρετά με αξιοπρέπεια.

«ΑΘΗΝΑΙ, 20 ΜΑΡΤΙΟΥ.
Απεβίωσε το μεσονύκτιον εις το Ιπποκράτειον Νοσοκομείον της Αθήνας, όπου είχε μεταφερθή από της Πέμπτης 19 Μαρτίου, ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μανώλης Χιώτης, στην ηλικία 49 ετών. (…) Η τελευταία δημοσία εμφάνισίς του ήτο μόλις εχθές, όταν ο Χιώτης στο πλαίσιο του καθημερινού περιπάτου εμφανίστηκε λίγα χιλιόμετρα μακριά από την εξοχική του κατοικία εις την περιοχή του Ωρωπού, κοντά εις τις γνωστές φυλακές. Ο θάνατός του επήλθε αιφνιδίως – από έμφραγμα του μυοκαρδίου, ήτοι καρδιακή προσβολή.»
Σε αυτό το σημείο της παράστασης «Μανώλης, καρδιά σε τέσσερις χορδές» έχουμε αλλαγή του ηθοποιού που υποδύεται τον Μανώλη Χιώτη. Τη σκυτάλη αναλαμβάνει ο Χρίστος Στυλιανού και βλέπουμε τον Μανώλη νεότερο, στα πρώτα του βήματα, όπου ακούει το μπουζούκι από το «Μινόρε του Τεκέ» του Γιάννη Χαλκιά και εντυπωσιάζεται. Ο Χιώτης μέσω του Στυλιανού αφηγείται τη σχέση του με τη μουσική, την επιτυχία, τον έρωτα και το χρήμα.
«Αν θες κάτι πολύ, να εύχεσαι να σε θέλει κι εκείνο.»

Ο Γιάννης Καραμφίλης, ως ώριμος Μανώλης, στέκεται καθισμένος πλέον σε ένα σκαμπό και παρακολουθεί μαζί μας το όνειρο που υποσχέθηκε να μας αφηγηθεί. Στη συνέχεια το πάλκο γεμίζει με μουσικούς, οι οποίοι θα αποτελέσουν την live ορχήστρα της παράστασης που παρακολουθούμε, και ηθοποιούς βουβούς και καθισμένους στα τραπεζοκαθίσματα, οι οποίοι με χορευτικές στακάτες μικροκινήσεις μας μεταφέρουν κατευθείαν στην εποχή εκείνη που ζούσε ο Χιώτης. Τα τραγούδια του Χιώτη χρησιμοποιήθηκαν εντέχνως από την σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη για να ενισχύσουν την αφήγηση της ιστορίας της ζωής του και η live ορχήστρα έπαιξε σπουδαίο ρόλο ώστε οι θεατές να ταξιδέψουν στην εποχή του Χιώτη. Τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα, τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη και οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα ενισχύουν την ατμόσφαιρα της παράστασης και την σκηνοθεσία της Ανδρεάδη, απογειώνοντας το τελικό αποτέλεσμα και ταξιδεύοντας τους θεατές σε «περασμένες εποχές».
Λίγο αργότερα, ο Χρίστος Στυλιανού, ως νέος Χιώτης χορεύει έχοντας ως παρτενέρ του ένα ζευγάρι μεγάλα χρυσά φτερά, τα οποία στη σκηνή της δολοφονίας του πατέρα του, Διαμαντή Χιώτη, αυτά πλέον πηγαίνουν σε κείνον. Με αυτόν τον απλό τρόπο η Ιόλη Ανδρεάδη κατάφερε να συμβολίσει τόσο το θάνατο του πατέρα, αλλά και την απότομη ενηλικίωση του Χιώτη, ο οποίος μαζί με τον πατέρα του, αποχαιρέτησε και την ξεγνοιασιά του νεαρού της ηλικίας του. Η μητέρα του, η ηθοποιός Φωτεινή Τιμοθέου ως Μαρία Χιώτη, είναι εκεί για να τον παρηγορήσει και για να του υπενθυμίσει πως δεν είναι πια παιδί.
«Μεγάλος γεννήθηκα. Παιδί δε με θυμάμαι.»
Η Ιόλη Ανδρεάδη σπάζοντας για άλλη μια φορά τον τέταρτο τοίχο και χρησιμοποιώντας την τεχνική «θέατρο εν θεάτρω» φέρνει επί σκηνής με ευφάνταστο τρόπο την πρώτη γνωριμία του Μανώλη Χιώτη και της Ζωής Νάχη, της πρώτης συζύγου του. Η Ζωή Νάχη, την οποία υποδύεται η Ελένη Θυμιοπούλου, αναζητά τα κατάλληλα λόγια, τους κατάλληλους ηθοποιούς και την κατάλληλη μουσική ώστε να αναπαραστήσει την «αγαπημένη της σκηνή», όπως γράφουν η Ανδρεάδη και ο Ασπρούλης.
«Το λοιπόν, αν και δεν έζησα πολλά χρόνια μαζί του, ήταν εντούτοις σαν να έζησα μια ολόκληρη ζωή.»

Η σκηνή αλλάζει και πάλι και πλέον βλέπουμε τον ώριμο Μανώλη, τον οποίο υποδύεται πάλι ο Γιάννης Καραμφίλης, παρέα με τη Μαίρη Λίντα, την οποία υποδύεται η ηθοποιός Δήμητρα Αντωνακούδη, να τραγουδούν. Στο μαγαζί που έχει στηθεί, ως κοινό είναι όλοι οι ηθοποιοί που έχουμε ήδη δει να υποδύονται τους ανθρώπους της ζωής του Χιώτη. Νεκροί και ζωντανοί τώρα συνυπάρχουν εκεί, στο όνειρο του Χιώτη. Ενώ βλέπουμε τη Λίντα με το Χιώτη να ζουν τον έρωτά τους με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, ο χρόνος χάνει την γραμμικότητά του και η αφήγηση μετακινείται πολλά χρόνια αργότερα. Ο Χιώτης παίζει την «Καμιλιέρικη ρούμπα», ή, όπως την αποκαλεί η Μαίρη Λίντα, το ταξιμάκι του. Η Λίντα βρίσκεται, πλέον, στο γηροκομείο, κρατά στην αγκαλιά της ένα παλιό πικάπ και το νανουρίζει σα να ήταν μωρό και μας μιλά για το πόσο αγάπησε το Χιώτη. Η Ιόλη Ανδρεάδη εδώ συνομιλεί ποιητικά με το γεγονός ότι τα μόνα παιδιά που έκανε το ζευγάρι Χιώτης-Λίντα ήταν τα αμέτρητα τραγούδια τους.
«Όχι, δεν πρόσθεσα μία χορδή, πρόσθεσα δύο νότες, πρόσθεσα κι άλλη διαδρομή στο όργανο για να του ανοίξω κι άλλο την αρμονία, να σπάσω τα όρια του ώστε να το περάσω στην άλλη διάσταση. Αυτό είναι έρωτας.»

Και κάπως έτσι επανερχόμαστε πίσω στην γραμμική αφήγησή της παράστασης «Μανώλης, καρδιά σε τέσσερις χορδές» και ο Χιώτης ανακοινώνει στην Λίντα, αλλά και στους μουσικούς του πως φεύγουν για Αμερική και πρέπει να ετοιμάσουν ρεπερτόριο. Η σκηνή μεταμορφώνεται. Στο πίσω μέρος της έχουμε τρεις αμερικανικές σημαίες. Μπροστά από την κεντρική σημαία ο Lyndon Johnson και στο κοινό συνυπάρχουν η Grace Kelly (Ελένη Θυμιοπούλου) και η Μαρία Κάλλας (Φωτεινή Τιμοθέου). Με αυτό το σκηνικό μπροστά στα μάτια των θεατών διαδραματίζεται η επιτυχία τους στην Αμερική, ο χωρισμός του Χιώτη και της Λίντα, αλλά και η επιτυχία τους στην «Σπηλιά του Παρασκευά» του Πειραιά. Συνυπάρχουν όλα μαζί στο όνειρο του Χιώτη.
«Δεν υπάρχει πιο αβάσταχτο πράγμα από τον έρωτα και την επιτυχία.»

Όπως ακριβώς συμβαίνει σε ένα όνειρο, στο τέλος της παράστασης βγαίνουν όλοι και πάλι στη σκηνή και συμβαίνει η αναγγελία του θανάτου του Χιώτη. Ήταν επτά ώρες νεκρός στο νοσοκομείο και τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κουράστηκα.». Στην κηδεία τραγούδησαν όλοι το «Ηλιοβασιλέματα».
«Μια καρδιά πιστή και βουτηγμένη στον πόνο»
Οι ηθοποιοί της παράστασης μας ταξιδεύουν με ευαισθησία στην χρυσή εποχή του Χιώτη
Ο Γιάννης Καραμφίλης με απλότητα και ευαισθησία προσέγγισε τον Χιώτη στην πιο ώριμη ηλικία του, τότε που ήταν ήδη καταξιωμένος στο χώρο της μουσικής και βρέθηκε ίσως στην πιο κομβική στιγμή της ζωής του, όταν πλέον ερωτευμένος με τη Μαίρη Λίντα, χωρίζει με τη Ζωή Νάχη και ζούνε με τη Λίντα το απόγειο της κοινής πλέον καριέρας τους. Ο Καραμφίλης με μεστότητα και την απαραίτητη τρυφερότητα μετέφερε στους θεατές με επιτυχία όλο το συναισθηματικό κόσμο του Χιώτη. Από την άλλη, ο Χρίστος Στυλιανού προσέγγισε με την απαραίτητη ενέργεια και ζωντάνια τον Χιώτη στη νεότερη φάση της ζωής του, τότε που ανακάλυπτε τη μαγεία του μπουζουκιού, που έχασε τον πατέρα του και γνώρισε τον πρώτο του έρωτα. Ο Στυλιανού αποκάλυψε στους θεατές το εύστροφο, γεμάτο περιέργεια, όνειρα και έρωτα, εσωτερικό κόσμο του Χιώτη. Ο Γιώργος Σφυρίδης και ο Μανώλης Φουντούλης έμειναν στις μνήμες μας ως ο πατέρας του Χιώτη και ο δολοφόνος του πρώτου, αντίστοιχα.

Η Ελένη Θυμιοπούλου με εξαιρετικό χειρισμό έκανε ανάγλυφη τη γοητεία, την ευαισθησία και την συναισθηματική περιπλάνηση της Ζωής Νάχη δίπλα στο πλευρό του Μανώλη Χιώτη. Αργότερα, η Θυμιοπούλου ενσαρκώνοντας την Grace Kelly είχε την ενέργεια και το μέγεθος μιας σταρ της Αμερικής. Η Δήμητρα Αντωνακούδη με λεπτότητα και μεγάλη ευκολία διέσχισε όλη την ηλικιακή διαδρομή της Λίντα κι ότι αυτό συνεπάγεται. Ξεκινώντας από την νεαρή, ερωτευμένη και γεμάτη όνειρα Λίντα πέρασε εντέχνως στην πιο ώριμη εκδοχή της η οποία παίρνει την απόφαση του χωρισμού και τέλος, αγκάλιασε με ουσιαστικό τρόπο, με απλότητα και δίχως τίποτα περιττό το τέλος της ζωής της Λίντα, η οποία όντας στο γηροκομείο, όπου επέλεξε μόνη της να πάει, αναπολεί τη σχέση της με το Χιώτη που τόσο τη σημάδεψε και έχοντας μετανιώσει το χωρισμό τους, αναμένει την επόμενη συνάντησή τους, όταν πλέον φύγει κι αυτή απ’ την ζωή. Τέλος, η Φωτεινή Τιμοθέου έμεινε στις μνήμες των θεατών καθώς κατάφερε με ευκολία να διασχίσει την απόσταση ανάμεσα στη μητέρα του Χιώτη και τη Μαρία Κάλλας, τις οποίες υποδύθηκε.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Κείμενο: Ιόλη Ανδρεάδη, Άρης Ασπρούλης
Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
Επιστημονικός σύμβουλος: Δημήτρης Μανιάτης
Σκηνικά: Δήμητρα Λιάκουρα
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός σκηνοθέτη: Φωτεινή Τιμοθέου
Βοηθός σκηνογράφου: Νάντια Κασσάρα
Βοηθός φωτιστή: Ιφιγένεια Γιαννιού
Ερμήνευσαν οι Δήμητρα Αντωνακούδη, Ελένη Θυμιοπούλου, Γιάννης Καραμφίλης, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Ηλίας Μπερμπέρης, Χρίστος Στυλιανού, Γιώργος Σφυρίδης, Φωτεινή Τιμοθέου, Μανώλης Φουντούλης
Μουσικοί επί σκηνής: Παύλος Παφρανίδης, Κατερίνα Σεγκούνα-Πλιόγκου, Σταύρος Κρομμύδας, Βαγγέλης Καλαμάρας, Σπύρος Μελισσανίδης
Το βιβλίο Manolis, καρδιά σε τέσσερις χορδές της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
