Νάνα Παπαδάκη / Μια ζωή στο θέατρο
Η Ρούλα Πατεράκη σκηνοθετεί αλλά υπογράφει και τη διασκευή του θεατρικού κειμένου που έγραψε η ηθοποιός Νίκη Τριανταφυλλίδη και παρουσιάζεται στο Θέατρο Φούρνος. Το έργο «Νίκη, απόψε στο πάρτι» αποτελεί τη δραματουργική μεταγραφή του έργου της Νίκης Τριανταφυλλίδη «Πάρτι στο σπίτι της Ελισάβετ Π». Το αρχικό κείμενο αποτελεί μια πολυπρόσωπη αντανάκλαση του ασυνειδήτου της. Η δραματουργική μεταγραφή της Ρούλας Πατεράκη αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της προσαρμογής του για ένα μόνο πρόσωπο επί σκηνής. Η Νάνα Παπαδάκη που ενσαρκώνει τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας μας μίλησε για την παράσταση που ετοίμασε με τους συνεργάτες της και αποτελεί μια ιδιαίτερη, γεμάτη θεατρική εμπειρία. Για τη Νίκη Τριανταφυλλίδη και τη σημαντική συμβολή της στο ελληνικό θέατρο. Γιατο τι σημαίνει να ζει ένας άνθρωπος μες την τέχνη και για την τέχνη.
Τι σε συγκινεί στο έργο της Νίκης Τριανταφυλλίδη; Πώς είναι η στιγμή που το συναντάς; Πώς θα χαρακτήριζες την προσωπικότητά της;
Στο έργο της Τριανταφυλλίδη με συγκινεί η τόλμη, η καταβύθιση, το απόσταγμα ζωής. Η αγωνία της να «πει» τον άνθρωπο. Τη στιγμή που συναντώ το έργο της Τριανταφυλλίδη νιώθω ότι ένας κόσμος τελειώνει. Ή, μάλλον, ότι είναι ήδη τελειωμένος. Ζούμε μες στον απόηχο ενός τέλους. Και όπως όλοι μας έτσι κι εγώ χρειάζομαι μιαν άλλη γλώσσα. Και στη ζωή μου. Και στη σκηνή. Έναν άλλον εαυτό. Μαζί με τον προηγούμενο κόσμο έχει τελειώσει και ένας δικός μου παλιός εαυτός. Δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν η προσωπικότητα της Τριανταφυλλίδη. Μες στο κείμενό της αφουγκράζομαι μια τιτάνια προσπάθεια να μετουσιώσει ένα σκοτάδι που ανήκει σε όλους και ότι η ίδια μπαίνει μπροστά σαν να ήταν αυτή η αποστολή της ύπαρξής της. Τώρα που έζησα την εμπειρία της συνάντησης της παράστασης με το κοινό θα έλεγα ότι πολλά κομμάτια του κειμένου φωτίστηκαν και «έλαμψαν». Η ανάσα και η προσοχή του κοινού λειτούργησαν για εμένα καθοριστικά. Δεν είδα μες στο κείμενο απλώς μία προσωπικότητα, αλλά έναν άνθρωπο που γίνεται διάφανος για να μας χωρέσει.
Πώς δουλέψατε για την παράστασή σας; Πως αλληλεπιδρά το κείμενο με το οπτικοακουστικό τοπίο του Αβραάμ Παπαβραμόπουλου;
Ακολουθήσαμε το σύστημα, τους χρόνους, τον προγραμματισμό, τη ροή της σκηνοθέτιδος Ρούλας Πατεράκη. Για εμένα, βέβαια, το ζητούμενο, επί σκηνής, είναι να ξεχάσει κανείς το όποιο σύστημα, τον ίδιο του τον εαυτό, να γίνει ολόκληρος σκέψη και βίωμα. Πρέπει κάθε φορά να γίνεσαι αυτό που δεν είσαι. Και να είσαι αυτό που δεν γίνεται. Να πέφτεις, να σηκώνεσαι και φτου κι απ’ την αρχή. Σε ακόμη πιο πυκνό χρόνο απ’ ότι συμβαίνει στη ζωή μας. Το οπτικοακουστικό σύμπαν του Αβραάμ Παπαβραμόπουλου αποτελεί οργανικό κομμάτι της παράστασης. Είναι μέρος του σώματος, της σκέψης, του ψυχισμού της ηρωίδας. Ο Αβραάμ κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να προσφέρει μια υψηλής αισθητικής εργασία και να εμβαθύνει στην ιδιαιτερότητα του πλάσματος που γεννιέται από και μέσα στο κείμενο της Τριανταφυλλίδη. Με δικά μου λόγια θα έλεγα ότι ζωντανεύει έναν μεγάλο, υπερβατικό πόλο, που μπορεί να οδηγήσει την ηρωίδα στο φως. Μετά το τέλος της παράστασης θα μπορούσε να υπάρξει και άλλη μεταμόρφωση της ηρωίδας και αυτό να είναι αέναο. Να γίνει και η ίδια μια μεγάλη προβολή που ταξιδεύει μες στον χρόνο.
Ποιες νέες σκέψεις έκανες για τον εαυτό σου με αφορμή αυτή τη δουλειά μέχρι αυτή τη στιγμή;
Τώρα που το σκέφτομαι έκανα, μάλλον, λιγότερες σκέψεις για τον εαυτό μου, γιατί η δουλειά με έχει απορροφήσει τόσο που με είχα ξεχάσει. Νιώθω ότι υπερέβην τα όριά μου και ότι ανακάλυψα μέσα μου αποθέματα δύναμης που δεν γνώριζα ότι διέθετα.
Ετοιμάσατε μία παράσταση με έντονο το γυναικείο στοιχείο. Πώς είναι αυτή η συνάντηση;
Δεν έχει τελειώσει. Θέλω να πιστεύω ότι δεν αποτελεί απλώς άθροισμα των γυναικών που «συναντιούνται» στη συγγραφή, τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, πολλαπλασιάζει την επίδραση που έχει ο κόσμος της μίας στην άλλη, με ευεργετικό τρόπο. Είμαι σίγουρη πως θα μπορούσαμε να υλοποιήσουμε σκηνικά πολλές εκδοχές του έργου. Αυτή που παρουσιάζουμε είναι μόνο μία εκδοχή ενός σαρωτικού και ανεξάντλητου κειμένου.
Τι χαρακτηρίζει έναν καλλιτεχνικό ψυχισμό; Πώς διαφοροποιείται από τους άλλους;
Επιζητά τη συνάντηση με το όριο. Δεν φοβάται να βαδίσει τον δρόμο του. Αναρωτιέται εκεί που άλλοι έχουν πάρει αγκαζέ τη βεβαιότητα και πάνε περίπατο μες στη ζωή. Αντέχει να κάτσει μόνος στη μέση του πουθενά και να ανοιχθεί στο πιο βαθύ ερώτημα, όπως: ποιος είμαι; Κάποιες φορές γεμίζει από μιαν απάντηση, όλα γύρω του να αποκτούν νόημα και φως και μετά παραδίδεται πάλι στο σκοτάδι μέχρι το επόμενο ξέφωτο. Βέβαια, όταν συναντιόμαστε με τον καλλιτεχνικό μας ψυχισμό, συνειδητοποιούμε ότι δεν διαφέρουμε και τόσο απ’ τους άλλους. Μαζί πηγαίνουμε. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, οφείλει και να ξεχωρίζει τα ζητούμενα της εποχής του. Μπορεί παλαιότερα το ζητούμενο να ήταν η μεγάλη εξαίρεση που θα υψωθεί πάνω απ’ τους άλλους, τώρα επείγει να διασφαλίσουμε υγιείς συνθήκες για τη δουλειά όλων μας. Εξάλλου και οι ίδιοι οι «καλλιτεχνικοί ψυχισμοί» διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους όσον αφορά στην εκδήλωση του ταλέντου τους, την ποιότητα της συναναστροφής τους με τους άλλους «καλλιτεχνικούς ψυχισμούς» των άλλων ανθρώπων, καθώς και τη δουλειά που έχουν κάνει οι ίδιοι με τον εαυτό τους.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ένας απολογισμός για αυτή τη τόσο ιδιαίτερη σεζόν; Έχουμε μάθει κάτι από τα τελευταία δύσκολα χρόνια ανακατατάξεων και αποκαλύψεων;
Το θέμα είναι ποιος αντέχει να κάνει κάτι με αυτή τη γνώση. Ποιος έχει τα κότσια. Και τη φαντασία. Συγκρούονται δύο κόσμοι. Οριστικά και αμετάκλητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσοι καλλιτέχνες εκφράζουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τη σκέψη ότι φτάσαμε σε ένα όριο, σε ένα «ως εδώ». Αισθάνομαι ότι απ’ τη μία θέλουμε κάτι να αλλάξει, να μετακινηθεί, να υπάρχει δικαιοσύνη, πολυσυλλεκτικότητα και αξιοκρατία στον χώρο μας, όμως, απ’ την άλλη, υπάρχουν κι αυτοί που δεν το επιθυμούν αυτό, γιατί έτσι έχουν βολευτεί, θεωρούν ότι, για κάποιους λόγους, δικαιούνται να απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης, εναλλάσσονται σε θέσεις στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, κρυφά ή φανερά, και οι υπόλοιποι, απλώς, παρακολουθούν τα πεπραγμένα τους. Και, φυσικά, υπάρχουν πολλά είδη εργασιακής κακοποίησης. Όσο κι αν σέβομαι τον κόπο για να αποκτηθεί ένας κοινός καλλιτεχνικός κώδικας και να δομηθούν φιλίες που προσφέρουν άξια αποτελέσματα και μοχθούν για τη δουλειά μας και την κοινωνία μας, δεν είναι δυνατόν να μην αναρωτηθώ γιατί εναλλάσσονται διαρκώς οι ίδιοι και οι ίδιοι στις θεατρικές δουλειές. Δεν είναι δίκαιο. Ούτε πολιτισμένο. Έτσι γινόμαστε κι εμείς μέρος ενός πολιτισμού που καθόλου πολιτισμένος δεν είναι.
Τι χαρίζει το Θέατρο στη ζωή σου;
Το θέατρο με Θήτα κεφαλαίο θεωρώ ότι είναι κάτι πολύ ευρύ. Και στο όνομά του μπορεί να γίνουν τα χειρότερα. Επειδή περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες ποιότητες που συναντάμε γύρω μας και μέσα μας μπορεί να οδηγήσει σε μια «μέθη» λίγο επίφοβη. Να νομίσει, δηλαδή, κανείς ότι είναι παντογνώστης και παντοδύναμος. Το θέατρο με Θήτα κεφαλαίο έρχεται από μόνο του, αν και όποτε θέλει. Δεν υπογράφει συμβόλαια μαζί μας, δεν παίρνει ποσοστά απ’ την επιτυχία μας, δεν μας εξασφαλίζει αξιώματα. Είναι εκεί και δεν μας έχει ανάγκη. Εγώ μπορώ μόνο να εργάζομαι για το θέατρο με θήτα μικρό. Την τσαγκαρική, τον ιδρώτα. Μου αρέσει ο κόπος. Δεν έχω και κάτι άλλο, εδώ που τα λέμε. Μόνο το σώμα μου έχω και την προσπάθεια που κάνω με αυτό. Ο κόπος σε κάνει σοφό. Ή τουλάχιστον λίγο καλύτερο.
Τι σου δίνει χαρά στην καθημερινότητα;
Μικρές στιγμές γενναιοδωρίας. Μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές. Το να συναντώ ανθρώπους θαρραλέους. Το χαμόγελο που πηγάζει από μέσα. Η ανθρωπιά σε κάθε της έκφανση. Τα χρώματα των λουλουδιών. Ένα ελαφρύ αεράκι. Ένα χαρούμενο πρόσωπο.
Δραματουργική μεταγραφή
βασισμένη στο θεατρικό κείμενο της Νίκης Τριανταφυλλίδη
«Πάρτι στο σπίτι της Ελισάβετ Π»
Διασκευή – Σκηνοθεσία:
Ρούλα Πατεράκη
Ερμηνεύει η Νάνα Παπαδάκη