Διαβατήριο
Το σκηνικό το έστησα με τα φτηνότερα υλικά.
Κάτι κουρασμένες καρέκλες
ένα παλιό ξύλινο σφυρί,
μερικά ντοσιέ γεμάτα τσαλακωμένα χαρτιά του κοινού ποινικού δικαίου,
οκτώ παράθυρα, φτιαγμένα από βαριές κουρτίνες και φως,
τοποθετημένα σε δύο παράλληλους άξονες
να υπογραμμίζουν την προοπτική,
και τέλος
σε μια γωνιά
κάποια φθαρμένη μητέρα ακούμπησα
υπομονετικά να περιμένει
ακροατήριο,
ένδικα μέσα,
τους αλληλοκατήγορους,
κάποιαν απόφαση.
Ήμουν υποχρεωμένος να κηρύξω την έναρξη της διαδικασίας
πριν ακόμα ζωγραφίσω το αυστηρό προεδρείο
πάνω στον καμβά της κρίσης και της ηθικής,
γιατί βλέπεις ζητούσα μιαν αθώωση εντελώς συγκεκριμένη,
απαραίτητο προαπαιτούμενο
ώστε να καταφέρω
να μου παραδοθεί
το πολυπόθητο έγγραφο.
Λίγο αργότερα
οι αξιοσέβαστοι δικαστές μου,
άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών,
παρέλασαν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου
και οι αλλόκοτες φορεσιές τους
-μαζί και οι ακατάστατες περούκες τους-
χαράκωναν τον αέρα
στολίζοντας με θεσμικότητα και ισχύ
ολόκληρο τον μέχρι τότε γνωστό κόσμο.
Η εικόνα ενός λαοπρόβλητου Χριστού,
καθάριο σημάδι υποταγής στο άγνωστο που μας κυβερνά,
στεφάνωνε την αίθουσα
η οποία σιγά σιγά είχε αρχίσει να πυκνώνει από σιωπή
και συγκέντρωση.
Μη τα πολυλογώ
οι μαρτυρίες δόθηκαν,
οι αγορεύσεις ειπώθηκαν,
τα βλέμματα αμφιταλαντεύτηκαν,
η δικαιοσύνη δοκιμάστηκε,
-η αμφισημία της άφησε στο στόμα μια γεύση κιμωλίας-
οι ενστάσεις έγιναν σεβαστές,
-όχι όλες, υπήρξαν ορισμένες υπερβολές που καταπέσανε ακαριαία
όπως ας πούμε η ένσταση περί αληθινής αγάπης ή το αίτημα για τον σεβασμό της προσωπικότητας-
και μια και δυο
είχε της ετυμηγορίας φτάσει η στιγμή
χωρίς εγώ να έχω καν σκεφτεί τι θα έκανα με την αθώωση μου
αν την κέρδιζα.
Γιατί ωραία,
το πολυπόθητο έγγραφο ας πούμε πως το έπαιρνα,
και ας πούμε πως θα ήμουν σχετικώς ελεύθερος στο εξής να ταξιδεύω,
όμως για που ή με τι χρήματα
με ποιόν προορισμό
και ποιούς συνοδοιπόρους
ούτε λόγος.
Αλλά και τι να κάνεις;
Να ζητήσει την καταδίκη του ο κατηγορούμενος
ως προτιμότερη για εκείνον λύση,
ενώ παράλληλα και να ομολογήσει αρνείται
και την αθωότητά του διατρανώνει
όχι
δεν έχει ξαναγίνει.
Και ίσως να ήταν και ανάρμοστο,
“αυτό είναι άνω ποταμών !”
“χρόνια στο σώμα και δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο”
“δεν υπάρχουν αξίες δεν υπάρχει ηθική”
“ο ένοχος πάει φυλακή και ο αθώος πάει στον κόσμο,
δεν θα αλλάξουμε αιώνες δικαιοσύνης για χάρη ενός παλιόπαιδου”
μπορούσα να φανταστώ
τους ήχους
τις κραυγές
τις απειλές
τις ύβρεις
και δεν τόλμησα να βγάλω κιχ.
Σε λίγο
οι δικαστές χτυπώντας το σφυρί τόσο δυνατά που δεν ακούστηκε τίποτε
με καταδίκασαν οριστικά σε μιαν ελευθερία ορισμένη
και αρκετά πιο ευρύχωρη από εκείνη με την οποία
είχα εμφανιστεί ενώπιον τους,
-μικρή σημασία έχει το ότι βρισκόμουν εκεί πριν ακόμα αυτοί παρουσιαστούν μπροστά μου-
και η αίθουσα γέμισε με κρότους και ιαχές και γέλια
και η αίθουσα άδειασε με γέλια και κρότους και ιαχές.
Ιαχές που όπως έσβηναν
φώτισαν
σε μια γωνιά
την Φθαρμένη Μητέρα
που δίχως να ξέρει τι θα έπρεπε να κάνει
να χαρεί ή να φρίξει;
συνέχισε να περιμένει
γεμάτη υπομονή,
όχι πλέον
Ένδικα μέσα και Ακροατήριο και Προεδρείο και Αποφάσεις
όχι
σιωπηλά περίμενε
σαν μάνα κι αυτή
κάποια σελίδα από το ημερολόγιο της ελευθερίας μου
λίγες γραμμές από τις απλούστερες λέξεις
λόγια φτιαγμένα από τα φτηνότερα υλικά
που να λένε πως είμαι καλά
πως την σκέφτομαι
και πως δεν έχω μπλεξίματα.

Φωτογραφία: Γεωργία Πονηράκου