Τζούλι Τσενέ / Μετείκασμα από τις Εκδόσεις Βακχικόν
Ιστορίες φτιαγμένες από λέξεις που βρίσκουν την ακριβή θέση τους στο χαρτί, ομολογίες που αποκαλύπτουν κρυφές σκέψεις και βαθιά συναισθήματα, επιστολές που μας απευθύνονται με ειλικρίνεια και θάρρος. Το βιβλίο Μετείκασμα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν ξεκινά από τα βάθη της ψυχής, κινείται στην περιοχή της φαντασίας, αντλεί από την δύναμη των εννοιών των λέξεων, μετατρέπει το προσωπικό σε κοινό και διανοίγει αναγνωστικούς δρόμους αναζήτησης και σκέψης. Η συγγραφέας Τζούλι Τσενέ μας μίλησε για το πρώτο της βιβλίο, την διαδρομή της μέχρι αυτό και τα επόμενα σχέδιά της.
Τι αποτελεί κάθε φορά αφετηρία συγγραφής μιας ιστορίας; Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης;
Mπορεί να ακουστεί λίγο κοινότυπο, αλλά για μένα προσωπικά ─υποθέτω και για πολλούς ακόμα δημιουργούς─ οτιδήποτε σχεδόν μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Κατά κύριο λόγο, με εμπνέει η πραγματικότητα, με προκαλεί να την αποτυπώσω συμβολικά μέσα σε μια ιστορία, δίνοντας στο παροδικό μια ευκαιρία μακροημέρευσης. Πολύ συχνά εμπνέομαι από προσωπικά βιώματα ή από ιστορίες που ακούω και με αγγίζουν. Τη σπίθα της έμπνευσης ωστόσο μπορεί πολύ εύκολα να πυροδοτήσουν «μικρές κι ανούσιες» αφορμές, όπως ένας στίχος, μια παράσταση, ένα τραγούδι, ένας ωραίος διάλογος, μια καλοκαιρινή βραδιά με πεφταστέρια, μια συνάντηση, και προπάντων μια λέξη.
Οι Ομολογίες (και οι Επιστολές) από πού ξεκινούν και σε ποιον απευθύνονται;
Το Μετείκασμα είναι δομημένο σε τρία μέρη –τους Διαλόγους, τις Ομολογίες και τις Επιστολές– και με βάση αυτό το χωρισμό οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είτε αφήνουν κάποιον εξωτερικό αφηγητή-παρατηρητή να διηγηθεί την ιστορία τους είτε αναλαμβάνουν να την εξιστορήσουν οι ίδιοι. Ο τρόπος αφήγησης κινείται προοδευτικά από το γενικό στο ειδικό κι από το πιο αποστασιοποιημένο ύφος στο πιο προσωπικό. Για να μιλήσω πιο απλά, στους Διαλόγους συναντά κανείς κυρίως έναν τριτοπρόσωπο «παντογνώστη» αφηγητή συγκεκριμένων διαλεκτικών στιγμιότυπων και η απεύθυνση παραμένει αόριστη. Οι Ομολογίες, πιστές στο όνομά τους, αποτελούν την έκφραση μιας αλήθειας του αφηγητή, σε πρώτο πλέον ενικό, με αποδέκτη ένα θεωρητικό, ίσως και ανύπαρκτο «Εσύ». Ο αφηγητής των Ομολογιών παραμένει, θα έλεγε κανείς, αδιάφορος αν κάποιος τον ακούσει, πρόκειται για ένα «ξέσπασμα στη σιωπή». Αντιθέτως οι Επιστολές, όπως όλα εξάλλου τα γράμματα, φαίνεται να απευθύνονται σε κάποιον συγκεκριμένο παραλήπτη, το «Εσύ» αποκτά υπόσταση. Δε θα μπορούσα ωστόσο να πω πως υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος αποδέκτης. Όπως καθετί συμβολικά και αόριστα γραμμένο, το συγκεκριμένο έργο επιτρέπει στον εκάστοτε αναγνώστη να δώσει την ερμηνεία που επιθυμεί, άρα και να το απευθύνει ο ίδιος οπουδήποτε. Ουσιαστικά, πάντως, καθώς ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπο, αυξάνεται σταδιακά η αμεσότητα και προχωράμε ψυχογραφικά από ένα τεράστιο «Εγώ Απέξω» σε ένα καθηλωτικό «Εσύ εντός». Και βέβαια, καθώς το Μετείκασμα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα βιβλίο για την ερωτική αγάπη, τη γένεση, την πορεία, το θάνατο και την επίγευσή της (το μετείκασμά της, κατά κάποιον τρόπο), σε επίπεδο μακροδομής ακολουθεί ακριβώς τη φράση που χρησιμοποιεί για να την περιγράψει: «Η αγάπη είναι το πέρασμα από το εγώ στο εσύ κι ο δρόμος που βαδίζεις για να φτάσεις ως εκεί γίνεται η γέφυρα που οδηγεί στο Μαζί ―γίνεται τέχνη».
Η συγγραφή είναι αποτέλεσμα πειθαρχίας ή έμπνευσης;
Θεωρώ πως είναι λίγο και από τα δύο. Δίχως έμπνευση δεν υφίσταται καλλιτεχνική δημιουργία. Εξ ορισμού. Εντούτοις, για να καταλήξει κάποιος να παράγει κάτι άρτιο γλωσσικά, αξιόλογο λογοτεχνικά και φυσικά ολοκληρωμένο, χρειάζεται προσήλωση στο στόχο, σταθερότητα, επιμονή και υπομονή ─πράγματα που έρχονται εντέλει αυθόρμητα όταν αγαπάς αυτό που κάνεις. Σίγουρα η πολυετής εξάσκηση παίζει μεγάλο ρόλο, ακόμα και το μεγαλύτερο ταλέντο χρειάζεται κάποια καλλιέργεια για να αναδειχθεί. Ακόμα και η έμπνευση κάποιες φορές είναι αποτέλεσμα πειθαρχίας και εξάσκησης, την προκαλεί η εμπειρία, το γεγονός ότι μαθαίνεις να ρυθμίζεις το μυαλό σου να σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόπο. Όσον αφορά σε εμένα προσωπικά, δεν πιέζω τον εαυτό μου, μήτε λειτουργώ με πρόγραμμα. Υπάρχουν εποχές που γράφω πολύ, αυθόρμητα και μανιωδώς και άλλες που απέχω εντελώς για μεγάλα διαστήματα, χωρίς ωστόσο να έχω τύψεις είτε για το ένα είτε για το άλλο. Η συγγραφή είναι για μένα πιο πολύ συναισθηματική παρά «εγκεφαλική» διαδικασία, ακόμα και όταν τα κείμενα που παράγονται στερούνται συναισθηματισμού. Για τον καθένα, βέβαια, θεωρώ ότι λειτουργεί διαφορετικά. Η μόνη πρακτική συμβουλή που θα μπορούσα να δώσω σε κάποιον δημιουργό που επιδιώκει την ολοκλήρωση ενός έργου ή την άσκηση στη γραφή είναι να μη χάνει επαφή με την ιστορία του. Ακόμα κι αν οι συνθήκες ή η επιθυμία του δε συνάδει με τη δυνατότητα να γράφει συχνά, τουλάχιστον ας διαβάζει ή ας διορθώνει ό,τι έγραψε. Πολύ συχνά η έμπνευση της δημιουργίας κατοικεί μέσα στο ίδιο το δημιούργημα.
Οι λέξεις που χρησιμοποιείς μοιάζουν ειδικά επιλεγμένες για κάθε ιστορία. Είναι αποτέλεσμα μελέτης ή αυθορμητισμού;
Για μένα οι λέξεις είναι μεγάλος έρωτας και βασική πηγή έμπνευσής μου. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η επιλογή μου για σπουδές στη Γλωσσολογία. Πολύ συχνά νιώθω πως η «ποιοτική» λογοτεχνία, και ειδικά η ποίηση, αρχίζει και τελειώνει στη Λέξη ─στη σωστή λέξη τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο. Ειδικά όταν πρόκειται για μια γλώσσα με τόσο πλούσιο λεξιλόγιο, που μπορεί ακόμα και δύο λέξεις θεωρητικά συνώνυμες να έχουν εντελώς διαφορετική σημασιολογική «βαρύτητα». Στο Μετείκασμα οι λέξεις έχουν όντως επιλεγεί προσεκτικά και σχεδόν καμία δεν έχει τοποθετηθεί τυχαία στο σημείο που βρίσκεται. Ωστόσο αυτή η διαδικασία δεν προέκυψε ακριβώς ως αποτέλεσμα «μελέτης» και «σχεδιασμού», ούτε όμως και αυθόρμητα με την έννοια του «άκοπου». Θα προτιμούσα ίσως τη λέξη «πηγαία», για να σταθώ ανάμεσα στα δυο, με την έννοια ότι οι λέξεις δεν προέκυψαν αβασάνιστα αλλά σχεδόν φυσικά, ως αποτέλεσμα ταχέων εσωτερικών ζυμώσεων.
Η υψηλή δημιουργία προκύπτει μόνο σε περιόδους σκοτεινές και οδυνηρές ή μπορεί να γεννηθεί και από ανθρώπους πλήρεις και χαρούμενους;
Το να ισχυριστώ πως μόνο σε δύσκολους καιρούς μπορεί να γεννηθεί υψηλής ποιότητας τέχνη θα ήταν, θαρρώ, αφοριστικό, απόλυτο και άδικο προς άπειρα αξιόλογα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν σε καιρούς χαράς κι ευμάρειας. Ωστόσο υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτόν τον ισχυρισμό, αφού η ίδια η έννοια της λέξης «υψηλό» περιλαμβάνει το «ανέβασμα», την «εξύψωση». Και για να ανέβεις ψηλά, βασική προϋπόθεση αποτελεί το να βρίσκεσαι κάτω. Δε θα ισχυριζόμουν λοιπόν πως τόσο ο πόνος είναι απαραίτητος για την «υψηλή δημιουργία» όσο η ένταση, κάτι που δύσκολα μπορούν να προσφέρουν οι γαλήνιοι καιροί. Η ίδια η πράξη της δημιουργίας μπορεί να προκύψει πολύ καιρό μετά την εποχή των εντάσεων για το δημιουργό, έχοντας αφήσει πάνω του το αποτύπωμά της. Δίχως χτύπημα στο μάρμαρο, δε σμιλεύτηκε ποτέ κανένα άγαλμα. Το Μετείκασμα συγκεκριμένα ξεκινά με τη φράση «Η χαρά δε γράφει όμορφα τραγούδια» και τελειώνει κλείνοντας τον κύκλο εν μέρει αμφισβητώντας την: «Η χαρά δε γράφει όμορφα τραγούδια, ίσως». Προσωπικά δε θα ήθελα να εκλάβει κανείς τη φράση αυτή ως προτροπή σε παραλογισμό ─«Μείνετε δυστυχισμένοι για να δημιουργείτε άρτια»─ παρά ως παραίνεση να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που μας προσφέρουν οι δύσκολοι καιροί ─που είναι εξάλλου αναπόφευκτοι─ για να δημιουργήσουμε και μέσα από το σκοτάδι να πλάσουμε φως. Μόνο ένας άνθρωπος ωστόσο που αισθάνεται και είναι πλήρης, έχοντας βιώσει και καταστροφές και θαύματα, μπορεί να φτάσει στο απόγειο της δημιουργικότητάς του. Και, όπως και να έχει, οι πραγματικά δημιουργικοί άνθρωποι παραμένουν δημιουργικοί είτε στην εποχή της θλίψης είτε στην εποχή της χαράς τους. Και όπως μου είχε πει στο περίπου ο επιμελητής μου ─συγγραφέας και ο ίδιος─ λίγο καιρό μετά την έκδοση του Μετεικάσματος: «Αποτελεί ασέβεια προς το δώρο της δημιουργίας το να γράφουμε μόνο όταν είσαι λυπημένοι».
Γιατί έχουμε ανάγκη στην ζωή μας την τέχνη, την ανάγνωση και την συγγραφή; Τι μας χαρίζει;
Η τέχνη είναι φυγή από την πραγματικότητα, απελευθέρωση από την πραγματικότητα και ταυτόχρονα αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας. Η τέχνη καθιστά αιώνιο το στιγμιαίο και γενικό το ειδικό, αποτυπώνει το προσωπικό με μοτίβα πανανθρώπινα, είτε μέσου του λόγου είτε μέσω της εικόνας. Και βέβαια, όταν απολαμβάνει κανείς υψηλής ποιότητας έργα, βιώνει συχνά το φαινόμενο-σκοπό της αρχαίας τραγωδίας: την κάθαρση. Ως προς τον ίδιο τον καλλιτέχνη, δεν υπάρχουν ακριβώς χρησιμότητες. Η τέχνη αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «ξαλάφρωμα», προσφορά του καρπού μέσα από την ανθοφορία του. Στους δημιουργικούς ανθρώπους η δημιουργικότητα είναι πηγαία κι άμα της φράξεις το δρόμο από τη μια μεριά, θα σπάσει τα φράγματα από την άλλη, σαν τον χείμαρρο στη νεροποντή.
Ποιους συγγραφείς αγαπάς;
Αγαπώ πολλούς και ετερόκλιτους συγγραφείς και διαβάζω διάφορα λογοτεχνικά είδη, που καμία σχέση δεν έχουν, θα έλεγα, με το Μετείκασμα. Δεν ξέρω αν θα αποτελούσε υπερβολή να με κατατάξω στην «ιερή χορεία των βιβλιοφάγων», σίγουρα όμως σχεδόν οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο πέσει στα χέρια μου θα μου προκαλέσει το ενδιαφέρον της ανάγνωσης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσω συγκεκριμένους πεζογράφους. Ωστόσο, αν και κινούμαι συγγραφικά στο χώρο του πεζού, τρέφω ιδιαίτερη αγάπη για συγκεκριμένους ποιητές. Ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, η Πολυδούρη, ο Καββαδίας, η Δημουλά, αν και μάλλον ετερόκλιτοι μεταξύ τους, με αγγίζουν πάντα βαθιά με τη γραφή τους. Δίχως την επαναλαμβανόμενη ανάγνωση των έργων αυτών των «ιερών τεράτων» της λογοτεχνίας (αν και φυσικά όχι μόνο αυτών), ίσως να μην είχα γράψει ούτε μισή γραμμή από το Μετείκασμα.
Ποιο ήταν το προσωπικό κέρδος από την πορεία συγγραφής του πρώτου σου βιβλίου;
Το κέρδος για μένα υπήρξε πρωτίστως η μεταμόρφωση, αυτό που εν μέρει αποτελεί και εντελέχεια των ηρώων του Μετεικάσματος και απώτερο σκοπό όλων των ιστοριών τους. Με αυτή την «ηρωική έξοδο» των κειμένων μέσα από τα συρτάρια και τα αρχεία μου, ένιωσα πως έσπαγα το κουκούλι μου και η χρυσαλλίδα γινόταν πεταλούδα. Για πολλά χρόνια έγραφα και, πλήρως ικανοποιημένη από την ίδια την ευτυχία που προσέφερε ανέκαθεν το γράψιμο, δεν είχαν επιδιώξει ποτέ την έκδοση. Ωστόσο, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, συνειδητοποίησα πως κάθε ικανότητα και ταλέντο αποτελεί ένα δώρο που οφείλεις να μοιράζεσαι. Η χαρά από αυτό το μοίρασμα αποτελεί το υψηλότερο κέρδος ενός δημιουργού. Σαφώς η ικανοποίηση από την πραγματοποίηση του ονείρου σχεδόν κάθε «κρυμμένου γραφιά» ─δηλαδή η έκδοση του πρώτου βιβλίο─ αποτελεί ασύγκριτο συναίσθημα. Ωστόσο ακόμα πιο μαγευτική είναι η αίσθηση του ότι απελευθέρωσες κάτι δικό σου στον κόσμο και πλέον δεν ανήκει σ’ εσένα μα στον κόσμο: «Τα τραγούδια δεν μπορούσαν πια να την παρηγορήσουνε. Είχαν πετάξει ν’ ανταμώσουνε τα διψασμένα αυτιά των ανθρώπων…»
Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια;
Τα επόμενά μου σχέδια παραμένουν προς ώρας λίγο ασαφή ακόμα και για μένα. Υπάρχει μία ακόμα έτοιμη συλλογή διηγημάτων, με διαφορετική θεματολογία αλλά παρόμοιο ύφος με το Μετείκασμα, που ίσως να με ενδιέφερε να βγάλω προς τα έξω. Εκτός αυτού, εδώ και πολλά χρόνια γράφεται μαζί με μία φίλη, και πλέον βρίσκεται σε επίπεδο επιμέλειας, μία πολύτομη περιπέτεια φαντασίας, ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό εγχείρημα. Επιπλέον, πρόσφατα ολοκληρώθηκε μια συλλογή παραμυθιών για μεγάλους, που με κάποιον τρόπο συνδέονται νοηματικά με το Μετείκασμα. Και βέβαια, υπάρχουν ήδη μερικά ολοκληρωμένα μου μυθιστορήματα που να περιμένουν στωικά καταχωνιασμένα σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Σε κάθε περίπτωση, τα σχέδια είναι για να υλοποιούνται και τα όνειρα για να πραγματοποιούνται, οπότε και έπεται συνέχεια.
Υπάρχει κάποιο κομμάτι του βιβλίου που ξεχωρίζεις; Αν ναι ποιο; Γιατί;
Θα ήταν μάλλον άδικο να πω ότι ξεχωρίζω κάποιο συγκεκριμένο τμήμα του Μετεικάσματος, ίσως και κάποιο από τα γραπτά μου γενικά. Τα κείμενά μου αποτελούν κάτι σαν παιδιά μου και τα αγαπώ εξίσου όλα, για διαφορετικό λόγο το καθένα. Θεωρώ, δε, πως το καθένα από αυτά έχει κάτι να προσφέρει στον εκάστοτε αναγνώστη, ανάλογα με τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τα βιώματά του. Ίσως ένα κείμενο που μου αρέσει προσωπικά λίγο παραπάνω στο Μετείκασμα είναι το Γράμμα στη χαμένη αγάπη, από τις Επιστολές. Το συγκεκριμένο κείμενο εμπεριέχει κάτι το σπαρακτικό και ταυτόχρονα λυτρωτικό και δε φοβάται τον άκρατο συναισθηματισμό του απόλυτου έρωτα που αφήνει για πάντα το αποτύπωμά του. «Μαζί σου ο θρίαμβος της ζωής, μαζί σου η πυρπόληση του τέλους, μαζί σου η αέναη συνέχεια. Μαζί σου η στιγμή που κρατάει για πάντα» λέει. «Εθισμένος, μεθυσμένος, ναρκομανής στο μέλλον του μέλλοντός σου, και πάντα πιο μαζί απ’ το Μαζί όταν είμαστε χώρια». Τι άλλο θα μπορούσε να περιγράψει πιο καθαρά ένα ψυχικό μετείκασμα;
Το βιβλίο Μετείκασμα της Τζούλις Τσενέ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν.