Γιάννης Τσορτέκης /Το βάθος της προσωπικής ανάγνωσης
Μερικές φορές τα πράγματα μοιάζουν να γίνονται τυχαία, αλλά ίσως να μην είναι. Πράγματα όπως το πότε θα συναντήσεις έναν άνθρωπο ή ένα κείμενο, πως αυτά θα σε επηρεάσουν και που θα σε οδηγήσουν. Τυχαίες ή όχι, υπάρχουν συναντήσεις που έχουν σημασία. Τέτοια ήταν του Γιάννη Τσορτέκη -και των συνεργατών του Σταύρου Γασπαράτου και Σάκη Μπιρμπίλη- με τον Δημήτρη Μαρωνίτη και το κείμενό του Μαύρη Γαλήνη. Ένα κείμενο βαθιά ιδιωτικό που βρήκε μια βαθιά ερμηνεία και τον τρόπο να φτάσει στους θεατές. Ο Γιάννης Τσορτέκης μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και μας μίλησε για το ιδιαίτερο κείμενο και την πορεία του μέχρι την εγκατάστασή του στο Θέατρο Νέου Κόσμου.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο κείμενο;
Ακόμα και να ακουστεί παράδοξο, δεν το επέλεξα εγώ το κείμενο, αυτό με επέλεξε. Όταν το 2009 μου πρότεινε να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο κείμενο ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, το διάβασα και δεν κατάλαβα τίποτα. Οπότε, όταν έπρεπε να απαντήσω αν θα το κάνω ή όχι, είπα στον Βαγγέλη: «Δεν μπόρεσα να το διαβάσω το κείμενο, δεν κατάλαβα τίποτα, δεν μου γέννησε κάποια ιδέα, οπότε και θα το κάνω». Επειδή δεν ένιωθα την παραμικρή ασφάλεια, έτσι αφέθηκα να μελετώ αυτό έργο, πράγμα το οποίο μου πήρε τότε πολύ καιρό. Φέτος είναι παραπάνω από μισός χρόνος που το δουλεύω. Το θέμα δεν είναι το τι λέει αυτό το κείμενο, είναι το πόσα άλλα επίπεδα κρύβονται από πίσω. Υπάρχουν μέσα καταγεγραμμένες όλες οι πληροφορίες για τον Μαρωνίτη. Ειδικά το τελευταίο εξάμηνο που έχω βυθιστεί στην βιβλιογραφία του Μαρωνίτη, διαβάζοντας κείμενά του, κατάλαβα ότι ο γραπτός λόγος του –και της Μαύρης Γαλήνης και των άλλων κειμένων του-, ήταν ακραία προφορικός. Ό,τι έγραψε μοιάζει να ήταν για να ειπωθεί. Φαίνεται να προσπαθούσε να καταγράψει τον προφορικό του λόγο. Έχει ακρίβεια και απλότητα. Δυσνόητος μπορεί να είναι ενίοτε μέσα στα ταξίδια που έκανε το δικό του μυαλό. Είναι ένας παράδοξος, κρυφός συνειρμός, αλλά είναι ένας προφορικός λόγος.
Και αυτός προσεγγίζεται με το συναίσθημα;
Δεν ξέρω πως προσεγγίζεται. Κοιμάμαι και ξυπνάω με αυτό το κείμενο και κάθε φορά αναγνωρίζω τουλάχιστον ένα διαφορετικό πράγμα, από την άποψη ότι ο τρόπος που θα διαβαστεί κάτι –που δεν είναι καθόλου δεδομένος- αποκαλύπτει ένα διαφορετικό νόημα και γίνεται άλλη σύνδεση και ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε μία αποκάλυψη που ούτε φανταζόμουν.
Ο τίτλος της παράστασης σε τι αναφέρεται;
Προς εγκατάστασιν ΙΙΙ: Μαύρη Γαλήνη. Το Προς εγακτάστασιν ήταν μία παράσταση που είχα κάνει πριν από χρόνια. Δεν είχε κείμενο, ήταν κινησιολογική και βασισμένη σε μία εγκατάσταση του Βλάσση Κανιάρη που είχε φτιάξει το ’73 και ονομαζόταν «Μετανάστες ή φιλοξενούμενοι εργάτες». Επρόκειτο για έναν μετανάστη, ο οποίος στα εγκαίνια μιας έκθεσης είχε κρυφτεί μέσα στην εγκατάσταση και προσπαθούσε να μείνει εκεί και να διεκδικήσει άσυλο. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να εγκατασταθεί κάπου, ων στο πουθενά. Πέρασαν χρόνια και σκεφτόμουν πάντα την ανάγκη του προσώπου να εγκατασταθεί κάπου. Ένας άνθρωπος που μετ-αναστεύει και προς-φεύγει σε ένα μέρος ελπίζοντας. Κάθε άνθρωπος μέχρι να τεκμηριωθεί η ανάγκη του να ανήκει κάπου, είναι μετέωρος στον χώρο και τον χρόνο. Ήρθε λοιπόν, το Προς εγκατάστασιν ΙΙ, το οποίο ήταν ένα κείμενο του Ντοστογιέφσκι με τίτλο Στον τύχωνα και είναι το τελευταίο κεφάλαιο από τους Δαίμονες, το οποίο είχε απορριφθεί και από τον συγγραφέα και από τον εκδότη, χωρίς να βρει την θέση του μες το μυθιστόρημα. Το Προς εγκατάστασιν ΙΙΙ είναι τώρα με την Μαύρη Γαλήνη, δεύτερη φορά, όπου αυτός ο έγκλειστος άνθρωπος αγωνιά να υπάρξει στη στιγμή. Το κελί είναι κάτι το οποίο τον αποπροσωποιεί και φυσικά δεν του δίνει καμία αίσθηση ασφάλειας. Προσπαθεί να διεκδικήσει την ύπαρξή του στο παρόν, να εγκατασταθεί κάπου, να οικειοποιηθεί τα δεδομένα του χώρου και του χρόνου του. Εκεί δεν υπήρχε τίποτα. Το λέει και ο ίδιος: «Μάταια προσπαθούσα να τους δώσω να καταλάβουν, αλλά δεν καταλάβαιναν τι γλώσσα μιλούσα. Δώστε μου βιβλία και θα γίνω αρνί, τουλάχιστον δώστε μου ένα μολύβι». Αυτό είναι το πιο ζωτικό σημείο για μένα, αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να υπάρξει εντός ασφάλειας. Να υπάρξει και να υπάρχει.
Με βάση αυτή τη σκέψη δουλέψαμε με τον Σταύρο Γασπαράτο και τον Σάκη Μπιρμπίλη, που είμαστε πια πολύ στενά δεμένοι γιατί δουλεύουμε όλα τα πράγματα μαζί. Με αυτό το κείμενο συνέβη ένα παράδοξο. Όσο μελετάγαμε και μετά κατά περιόδους βρισκόμασταν και συζητάγαμε πάνω στο θέμα, βλέπαμε να συμβαίνει ένα μαγικό πράμα: Σαν κάθε ένας από τους τρεις να καταλάβαινε το κενό της ανάγνωσης του άλλου. Έτσι έγινε η Μαύρη Γαλήνη. Η μουσική που έγραψε ο Σταύρος με αντιπροσωπεύει καθολικά, χωρίς να γνωρίζω μέχρι την πρεμιέρα του έργου πως θα ήταν. Το ίδιο συνέβη και με τους τρεις. Και νιώθω πολύ πλήρης μέσα στην συνθήκη που φτιάξαμε.
Γιατί να γράφει ο Μαρωνίτης ένα ημερολόγιο στην απομόνωση;
Δεν πρόκειται για ημερολόγιο. Είναι σπαράγματα που δεν γράφτηκαν υπό τύπον ημερολογίου. Περισσότερο νιώθω διαισθητικά πως αυτό το οποίο τον συγκλόνισε και τον κινητοποίησε, ήταν εκείνοι οι εφιάλτες που ήρθαν ξαφνικά ένα βράδυ –φυσικά αποτύπωναν μια συνολική εμπειρία που είχε προηγηθεί-. Πρόκειται για μία στιγμή που βρίσκεται σε ένα κελί απομόνωσης, όπου δεν έχει ούτε χαρτί και μολύβι για να γράψει. Εκεί λοιπόν, συντελείται μία επιδρομή στην μνήμη που σοκάρει τον άνθρωπο. Αυτήν καταγράφει βγαίνοντας αυτό το κελί, επί της ουσίας σε χαρτοπετσέτες. Αυτό επιβεβαιώνει την ανάγκη ενός απόλυτα μόνου ανθρώπου να συνδιαλλαγεί με κάτι. Ακόμα και να γράψει, να δει τον γραφικό του χαρακτήρα αποτελούσε μία κουβέντα που μπορούσε να ανταλλάξει. Η ανάγκη να νομίζεις ότι δεν έχεις τρελαθεί. Εκείνες τις στιγμές δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τι είναι αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Εκείνες τις στιγμές ο άνθρωπος φεύγει προς τα εκεί που κάτι θα τον κρατήσει ζωντανό. Γι΄αυτό και η μνήμη αυτή έρχεται σαν μια επιδρομή. Αυτός είναι ο λόγος που μπορεί να γράψει κάποιος σε τέτοια συνθήκη. Για να μην είναι μόνος. Είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, όχι για να πει κάτι προσωπικό, αλλά για πει κάτι βαθιά ιδιωτικό –έχει διαφορά. Μία στιγμή που δεν υπάρχει πια αιδώς για το πώς θα ακουστεί αυτό πρόκειται να ειπωθεί. Στο προσωπικό που θα μοιραστούμε, φροντίζουμε και προστατεύουμε πάντα την εικόνα μας, ενώ στο βαθύ ιδιωτικό, όλα αυτά δεν έχουν σημασία.
Αυτός είναι ο λόγος που μπορεί να γράψει κάποιος σε τέτοια συνθήκη. Για να μην είναι μόνος. Είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, όχι για να πει κάτι προσωπικό, αλλά για πει κάτι βαθιά ιδιωτικό –έχει διαφορά. Μία στιγμή που δεν υπάρχει πια αιδώς για το πώς θα ακουστεί αυτό πρόκειται να ειπωθεί. Στο προσωπικό που θα μοιραστούμε, φροντίζουμε και προστατεύουμε πάντα την εικόνα μας, ενώ στο βαθύ ιδιωτικό, όλα αυτά δεν έχουν σημασία.
Η μνήμη είναι φορτίο ή εφόδιο;
Είναι φορτίο μέχρι να γίνει εφόδιο. Από εκεί αντλείς. Η μνήμη που έρχεται συνήθως ξαφνικά και σε κυκλώνει έχει εντελώς άλλο χαρακτήρα από την ανάμνηση. Εδώ μιλάμε για σκληρό πυρήνα μνήμης.
Η ιστορία –προσωπική ή συλλογική- μπορεί να διδάξει;
Πιστεύω ότι η ιστορία είναι πάντα προσωπική και μόνο όταν παραμένει βαθιά κι ακλόνητα προσωπική και υποκειμενική, μόνο τότε μπορεί να διδάξει. Η σχέση αυτή δεν μπορεί να γίνει ποτέ συλλογική. Δεν μπορώ να αντιληφθώ ούτε τον όρο συλλογική μνήμη. Κάθε τι έχει να κάνει με το πώς ο καθένας το αντιλαμβάνεται. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πιστεύω πως το απόλυτα αντικειμενικό είναι ότι πιο ακραία, βαθιά υποκειμενικό υπάρχει, γιατί μόνο σε αυτήν την περίπτωση αποδεχόμαστε πλήρως κάτι, χωρίς να το κρίνουμε.
Οι σημειώσεις του Μαρωνίτη στην απομόνωση αποτελούν επαναστατική πράξη. Στις μέρες μας, τι θα μπορούσε να είναι επαναστατική πράξη;
Έχω μία σκέψη για το τι μπορεί να σημαίνει επαναστατική πράξη. Η λέξη «επανάσταση» αναλύεται σε τρία συνθετικά: «επί», «ανά» και «στάση». Ο τρόπος που τα προσεγγίζω, ίσως είναι λίγο παράδοξος. Το «επί» και το «ανά» τα βλέπω ως επαναπροσδιορισμό της «στάσης», δηλαδή της στασιμότητας στης οποία βρίσκονται τα πράγματα. Αν δεν αντιληφθούμε ότι τα πράγματα είναι στάσιμα, δεν μπορεί να συμβεί επαναπροσδιορισμός της στασιμότητας. Όσο τα πράγματα κυλούν μ έναν τρόπο που με εξυπηρετεί και με βολεύει, τόσο πιο δύσκολο είναι να δω εάν είναι στάσιμα ή όχι. Ο έγκλειστος Μαρωνίτης το ’73 στο κελί της απομόνωσης δεν είχε καμιάν άλλη δυνατότητα –όπως και καμιάν άλλη αγωνία και πραγματική ανάγκη- από ένα μολύβι. Στην απόλυτη μοναξιά, σε μια τόσο ακραία κατάσταση, ο άνθρωπος καταλύεται και βρίσκει τον τρόπο να αντιδράσει. Στο τίποτα. Σήμερα λοιπόν, μια επαναστατική πράξη δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι. Ίσως μία συνειδητή απόσταση από τα πράγματα για να δω ποια είναι και όχι για να τα υπηρετώ, θα μπορούσε να έχει ένα αποτέλεσμα. Το σύστημα έχει προβλέψει μία αντίδραση σε όποια δράση κι αν υπάρξει, οπότε τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε αποτελούν ήδη μέρη του συστήματος. Οι αντιδράσεις είναι πλέον σχεδόν κατευθυνόμενες. Άρα όχι αντιδράσεις, άρα όχι επαναστατικές πράξεις. Η επαναστατική πράξη θέλει την συμμετοχή του ανθρώπου έξω από την ασφάλεια του.
Υπάρχει κάποιο κομμάτι του κειμένου που σας συγκινεί ιδιαίτερα;
Κάθε κομμάτι του κειμένου μου προκαλεί εντελώς διαφορετική φόρτιση. Πλέον το κάθε τι είναι πολύ σημαντικό για μένα γιατί είναι τελείως διαφορετικός χώρος…
Λέει: «Από παιδί έκλαιγα την Μεγάλη Παρασκευή. Το είχα μάθει πρώιμα αυτό από έναν θεολόγο κοκκινοτρίχη που ύψωνε το ένα του χέρι και με τα χοντρά του δάχτυλα –άσπρα, κάτασπρα- έπιανε την κορφή της μύτης του και θρηνολογούσε έως ότου ανέβαινε στον άμβωνα για να πει το κήρυγμα. Τότε άσπριζε και το πρόσωπό του. Παχύ και τσιτωμένο μέσα στην μαύρη Κατοχή. Άστραφτε από θυμό. Η μάνα μου ποτέ της δεν τον πίστεψε. Εγώ ακόμη και τώρα τον πιστεύω. Έτσι κι αλλιώς, το κλάμα εκείνο εμένα με ανακούφιζε. Φορούσα τότε στενά, μυτερά παπούτσια. Τα πόδια μου πρήζονταν από την ορθοστασία. Δεν άφηνα ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας να μην την παρακολουθήσω από την αρχή ως το τέλος και με πονούσαν αβάσταχτα. Η πιο ωραία στιγμή ήταν όταν γονατίζαμε. Τότε ξεχνούσα τον πόνο των ποδιών μου κι όλο το κλάμα μου πήγαινε στην προσευχή».
Προς εγκατάστασιν ΙΙΙ… “ΜΑΥΡΗ ΓΑΛΗΝΗ” στο Θέατρο Νέου Κόσμου
Concept: Σταύρος Γασπαράτος, Σάκης Μπιρμπίλης, Γιάννης Τσορτέκης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Τσορτέκης
Μουσική σύνθεση: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτογραφία-Χωρογραφία: Σάκης Μπιρμπίλης
Επιμέλεια κίνησης: Ελένη Φορτώση
Δραματουργική επεξεργασία – Βοηθός σκηνοθέτη: Δόμνα Ζαφειροπούλου
Επί σκηνής: Γιάννης Τσορτέκης
Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15.