Ένας Επιθεωρητής με επιθυμίες / Ένα κείμενο με αφορμή την παράσταση Ο Επιθεωρητής
Γραφειοκρατεία, διαφθορά της εξουσίας, χρηματισμός… Στο άκουσμα του Επιθεωρητή του Ν. Γκόγκολ, σκεφτόμαστε μια κωμωδία που εξιστορεί τα κατορθώματα των εκπροσώπων της εξουσίας, που δεν μπορούν να ξεφύγουν από το κυνήγι του χρήματος, εμπλεκόμενοι διαρκώς σε παρατυπίες.
Ωστόσο, χάνουμε ένα καίριο σημείο των χαρακτήρων του έργου, που έχει να κάνει με τις επιθυμίες τους. Ο πρωταγωνιστής του έργου, ο νεαρός Χλεστιακώφ, που κατά λάθος χρίζεται Επιθεωρητής από τους τοπικούς άρχοντες, θα μπορούσε να ιδωθεί μονομερώς ως μια περσόνα που περνάει άνετα τη ζωή του εκμεταλλευόμενος το φόβο και την ενοχή της εξουσίας. Στη συγκεκριμένη διασκευή, ο Χλεστιακώφ επανασυστήνεται ως ένας νέος που ερωτεύεται, που είναι ρομαντικός ποιητής και ονειρεύεται μια επιτυχημένη πορεία στην Αγία Πετρούπολη.
Πίσω από τις γραφικές φιγούρες του έπαρχου και της οικογένειάς του, του επιθεωρητή και του υπηρέτη του, ξεδιπλώνονται άνθρωποι με ανησυχίες και όνειρα. Στα καμαρίνια του θεάτρου- μεταφερμένα επί σκηνής- οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με τον πραγματικό εαυτό τους. Κοιτάζουν στον καθρέφτη το πρόσωπο πίσω από την κάλυψη του μακιγιάζ. Αναμετριούνται σε στιγμές διαχωρισμένες από τη θεαματική αναμέτρηση με το κοινό. Σε ένα αλλεπάλληλο πήγαινε –έλα σκηνής και καμαρινιού, εξωτερικής και εσωτερικής θέασης, οι ήρωες μας συστήνονται και επανασυστήνονται, αφού έχουν αφουγκραστεί τον εσωτερικό τους κόσμο στο καμαρίνι τους.
Το κοινό αντιμέτωπο με τις δύο παράλληλες καταστάσεις (σκηνής και καμαρινιού) δεν μπορεί να παρασυρθεί από εύκολους χαρακτηρισμούς και δίπολα καλού και κακού. Οι χαρακτήρες του έργου αποκαλύπτονται, ξεδιπλώνοντας τις εσωτερικές τους ανάγκες. Οι γυναίκες του έργου τολμούν να ξεστομίσουν τους κρυμμένους τους πόθους για έρωτα. Ο υπηρέτης ξεφεύγει από τη στάση του υπάκουου ρομπότ που ικανοποιεί αδιαμαρτύρητα τις απαιτήσεις του αφέντη του. Ο Χλεστιακώφ περιγράφει την πόλη που οραματίζεται να ζήσει, την Αγία Πετρούπολη, σαν μια ονειρική κατάσταση όπου όλες οι πνευματικές και ψυχικές του αναζητήσεις βρίσκουν χώρο.
Έτσι, όταν στην τελευταία σκηνή του έργου, η οικογένεια του έπαρχου περιμένει με αγωνία την επιστροφή του Επιθεωρητή από το σύντομο ταξίδι του, ώστε να εκπληρωθούν οι επιθυμίες τους, το συναίσθημα που εκλύεται δεν είναι ευχάριστο. Δεν αναλώνεται στην ευκολία της διακωμώδησης μιας οικογένειας που εξαπατήθηκε. Δεν τους λυπάσαι που έχασαν, δεν τους κοροϊδεύεις που υπήρξαν αφελείς. Φορτίζεσαι συναισθηματικά γιατί μπορείς να αναγνωρίσεις την αγωνία τους για τη διάψευση του όνειρού τους. Ταυτίζεσαι με την απογοήτευση μιας ακόμα υπερεπένδυσης σε σαθρό οικοδόμημα. Φοβάσαι μαζί τους για τη συνέχιση μιας πραγματικότητας, απογυμνωμένης από το φαντασιακό πέπλο της αυταπάτης.
Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως η εκπλήρωση των επιθυμιών μας θέλει χρόνο και κόπο. Πως η φαντασία μας τροφοδοτεί, δίνοντάς μας ενέργεια για να συνεχίσουμε, αλλά δεν αρκεί για να εξελιχθούμε. Όσο και αν ο Χλεστιακώφ φανταζόταν πως έγραψε αριστουργηματικά έργα, η υγρασία του δωματίου στο πανδοχείο και η πείνα είναι αυτά που πρέπει να αντιμετωπίσει. Τι και αν η κόρη του έπαρχου περιπλανιόταν στα μονοπάτια μιας ρομαντικής ιστορίας; Δεν θα γινόταν δια μαγείας να μεταφερθεί από τον κόσμο και τις συνήθειες της επαρχίας στον άγνωστο – ιδεατό κόσμο της Αγίας Πετρούπολης. Ωστόσο, ο πόνος της διάψευσης και η απογοήτευσή της εγκατάλειψης είναι ο μόνος δρόμος για να οδηγηθεί στην «Αγία Πετρούπολη» που ονειρεύεται.
Γράφει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Αγγελική Κουτελιά