The Talk: Οι στρατιώτες / Καλλιεργώντας την συνάντηση
Ο Παντελής Φλατσούσης, επιμένοντας στα έργα που κινητοποιούν την πολιτική σκέψη, σκηνοθετεί στον Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης το έργο του J.M.R. Lenz, Οι στρατιώτες. Μία νεαρή κοπέλα προσπαθεί να ανελιχθεί κοινωνικά μέσω των σχέσεων που συνάπτει με αριστοκράτες στρατιώτες που στην πραγματικότητα αδιαφορούν για εκείνη και με αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί κοινωνικά. Ο σκηνοθέτης και η ομάδα των ηθοποιών μας μίλησαν για το έργο που παρουσιάζεται σπάνια και την επιδραστική γραφή του συγγραφέα, την παράσταση και την ομαδική δουλειά τους που του έφερε λίγο πιο κοντά στον εαυτό τους, την θεμελιώδη σημασία του “να καλλιεργείς τον κήπο σου” και να τον μοιράζεσαι.
Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο έργο; Τι σε συγκινεί σ΄αυτό;
Παντελής Φλατσούσης: Στράφηκα προς τον Λεντς μέσα από το ομώνυμο διήγημα του Büchner. Έψαξα διάφορα γι’αυτόν, κατάλαβα ότι βρίσκεται στην ρίζα των θεμάτων που με ενδιαφέρουν αισθητικά, κοινωνικά και πολιτικά και διάβασα τα έργα του. Οι στρατιώτες είναι ένα έργο απλό σε πλοκή και δύσκολο στον τρόπο που είναι γραμμένο. Αυτό με τράβηξε πολύ σε αυτό. Αλλά και τα θέματά του. Τα βρήκα εξαιρετικά σύγχρονα. Εδώ το έργο και η παράστασή μας μέσω των σεξουαλικών σχέσεων και της εκμετάλλευσης των κατώτερων ταξικά κοριτσιών από τους αριστοκράτες στρατιώτες μιλάει για τον κοινωνικό μηχανισμό που αναγκάζει τους ανθρώπους να μετατρέπουν τους ίδιους τους εαυτούς σε προϊόν προς πώληση με στόχο κάποιο πιθανό κέρδος, το οποίο όμως όχι απλά δεν έρχεται αλλά βρίσκονται και χρεωμένοι και με το όνειρο τους απραγματοποίητο. Νομίζω, ότι σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζει την σύγχρονη επισφαλή εργασιακή συνθήκη στην οποία βρίσκονται οι περισσότεροι άνθρωποι 30-40 ετών. Αλλά στο ότι εκεί εμπλέκεται και η σεξουαλικότητα μου φαίνεται ότι πιο επίκαιρο. Αν τα νέα μέσα και οι νέες τεχνολογίες σε μεγάλο βαθμό ορίζουν την κατάστασή μας, βλέπουμε ότι οχι μόνο στα social media, αλλά και στις σελίδες γνωριμιών όλες οι εκφάνσεις της ζωής γίνονται ένα προϊόν προς πώληση αλλιώς υπάρχει η απειλή ότι κανείς δεν θα επιβιώσει κοινωνικά και οικονομικά. Αν δεν πουλήσει σωστά τον εαυτό του θα αποτύχει εργασιακά, δεν θα έχει φίλους, δεν θα βρει ερωτικό σύντροφο. Ο θρίαμβος της gig economy σε κάθε έκφανση της ζωής. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ο Λεντς γράφει ακριβώς γι’αυτόν τον κοινωνικό μηχανισμό. Φυσικά, δεν μας ενδιαφέρει να παρουσιάσουμε απλά μια επικαιροποιημένη ανάγνωση των στρατιωτών. Είναι ένα έργο γραμμένο στο τέλος της εποχής της φεουδαρχίας και στην αρχή της νεωτερικής εποχής, της εποχής της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Σε αυτό εντοπίζουμε όλα τα ζητήματα που οργανώνουν τον τρόπο ζωής στον δυτικό κόσμο περίπου από τα τέλη του 18ου αιώνα. Και ο Λεντς δεν καταγγέλλει τους αριστοκράτες ή τους κατώτερους αξιακά αστούς. Παρουσιάζει έναν μηχανισμό που οδηγεί σε αδιέξοδο και τους δύο. Φυσικά τα αδιέξοδα ευνοούν, όποιον έχει περισσότερα μέσα να επιβιώσει από αυτά, αλλά με κινεί και αυτό το βλέμμα προσπαθούμε να αποδώσουμε και στην παράσταση: οχι να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις να παρουσιάσουμε έναν κοινωνικό μηχανισμό, όπου όλοι είμαστε θύτες και θύματα ταυτόχρονα τονίζοντας, ότι έτσι θα συνεχίσει να επιβιώνει όποιος έχει περισσότερα.
Πού μπορούμε να βρούμε τους εαυτούς μας στο έργο του Lenz;
Φοίβος Συμεωνίδης: Στο έργο του Lenz, και ιδιαίτερα στους «Στρατιώτες», η πλοκή διαδραματίζεται σε μία έντονα ταξική κοινωνία με μεγάλες και οξείες ανισότητες. Στη δική μας κοινωνία, σήμερα, μπορεί να μη διαμορφώνουν οι τίτλοι ευγενείας τις διαφορετικές τάξεις που υπάρχουν, αλλά όλοι μας ζούμε σε ένα πλαίσιο με πλήθος κοινωνικών ανισοτήτων. Πώς αντιδρούμε και πώς κινούμαστε τελικά μέσα σε αυτό το περιβάλλον; Ίσως όχι πολύ διαφορετικά από το πώς δρα κάποιο από τα πρόσωπα που βρίσκουμε στους «Στρατιώτες».
Στο έργο του Lenz βρίσκουμε: Ανθρώπους που η φιλοδοξία τους θολώνει την κρίση τους και τους οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές διεκδικήσεις και αποφάσεις. Ανθρώπους που προκειμένου να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη θα ρισκάρουν ό,τι έχουν. Ανθρώπους που επειδή έχουν το ακαταλόγιστο θα φερθούν άδικα στους πιο αδύναμους. Σε τελική ανάλυση, ανθρώπους που ευνοούνται από την κοινωνική κατάσταση που βρήκαν και θα τη διαφυλάξουν ως τελευταίο οχυρό, άλλους που θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να κερδίσουν για τους εαυτούς τους κάτι καλύτερο απ’αυτήν και άλλους που θα αγωνιστούν για να τη διασαλεύσουν και να διαμορφωθεί διαφορετικά.
Πώς είναι ένας κόσμος ανάποδα σε σχέση με αυτόν που ζούμε;
Γιώργος Κριθάρας: Φαντάζομαι έναν κόσμο, όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να περπατήσουν στα σύννεφα και στα νέφη, αλλά η βαρύτητα του αναγκάζει να συντριβούν πάνω στη γη.
Στην εποχή μας τι συνιστά ουσιαστική καταξίωση; Πώς μπορούμε να το κατακτήσουμε;
Θεανώ Μεταξά: Η καταξίωση βοηθάει σε επιμέρους στιγμές. Δεν ανεβαίνεις όταν καταξιώνεσαι, δεν αποκτάς κάποιο άλλο κοινωνικό στάτους, αλλά απολαμβάνεις μιας αναγνώρισης από τους συνεργάτες σου, η οποία σε διευκολύνει να συνομιλείς ακόμα περισσότερο μαζί τους και ενδεχομένως να τους επηρεάζεις. Με ενδιαφέρει αυτοί που γνωρίζουν ή αυτοί που απολαμβάνουν αυτό το οποίο κάνω ,να μ’αναγνωρίζουν ως κάτι που έχει αξία, μ’ενδιαφέρουν οι παραστάσεις στις οποίες εργάζομαι, από κει και πέρα δε με ενδιαφέρει να ξέρουν όλοι το όνομά μου ή να είμαι επίκεντρο στα σόσιαλ μίντια.για μένα αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της καταξίωσης και της καριέρας, η καριέρα δε με ενδιαφέρει καθόλου
Γιατί αξίζει να παλεύουμε στον κόσμο μας; Ποιος είναι ο τρόπος;
Aντώνης Ανωτωνόπουλος: Δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο μπορούμε πλέον να παλεύουμε για κάτι που αξίζει, τουλάχιστον μαζικά. Δυσκολεύομαι να φανταστώ τι θα μπορούσε να κάνει ένα εκατομμύριο ανθρώπους να συγκεντρωθούν και να ενώσουν τις φωνές τους για τον ίδιο σκοπό. Ίσως να φταίει η έλλειψη πίστης. Όχι χριστιανικής πίστης αλλά μιας πίστης σε μια ιδέα. Ίσως είμαστε κατακερματισμένοι σε μικρές κοινότητες και ομάδες με αποτέλεσμα να μην βλέπουμε πέρα απ’ τη μύτη μας. Ένας φίλος μου είπε πρόσφατα ότι η ασθένεια της εποχής μας είναι η συναισθηματική κόπωση. Νιώθουμε εξαντλημένοι από τα προσωπικά μας προβλήματα που δεν αντέχουμε να ασχοληθούμε με του διπλανού μας. Ίσως να φταίει κι αυτό. Από την άλλη με προβληματίζει πολύ αυτό που έγραφε ο Βολταίρος στον Καντίντ – “πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας”. Η πρώτη κίνηση για την όποια μετατόπιση είναι προσωπική. Ένας άνθρωπος στην Ινδία φύτεψε ένα ολόκληρο δάσος μόνος του. Κάθε μέρα για 30 χρόνια πάλευε γι’ αυτό. Και τα κατάφερε.
Γιατί μετά από τόσους αγώνες εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη να μιλήσουμε για τα αυτονόητα;
Μάριος Κρητικόπουλος: Γιατί τα αυτονόητα είναι πάντα τα πρώτα που ξεχνιούνται. Ακριβώς επειδή τα λέμε αυτονόητα, θεωρούμε ότι υπάρχουν παντού, ότι όλοι τα έχουμε, άρα γιατί να ασχολούμαστε με αυτά ; Άλλωστε τα αυτονόητα από εποχή σε εποχή αλλάζουν, και σε κάθε εποχή ο κάθε άνθρωπος εκλαμβάνει διαφορετικά την λέξη «αυτονόητα». Κάποτε τα αυτονόητα – αν ασχοληθούμε με τα υλικά αγαθά – ήταν το γάλα και το ψωμί, τώρα για ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, αυτονόητο είναι πως πρέπει να έχει το τελευταίο μοντέλο το κινητού με το δαγκωμένο μήλο. Τα αυτονόητα για τον καθένα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μακάρι να έχουμε όλοι τα αυτονόητα μας, κι ας μην ασχοληθούμε ποτέ ξανά με αυτά.
Ο σκοπός δικαιολογεί την προσπάθεια σε κάθε περίπτωση;
Βαγγέλης Αμπατζής: Εάν ο σκοπός είναι ισχυρός, ας πούμε στόχος ζωής, τότε η προσπάθεια είναι επιβεβλημένη. Αυτό μου φαίνεται αυτονόητο. Με τη σειρά μου αναρωτιέμαι: Με ποια μέσα ολοκληρώνεται η προσπάθεια; Ποιος είναι ο σκοπός; Υπάρχει ηθική στον σκοπό; Είναι δίκαιος; Μάλλον όσος πιο υψηλός είναι ο τελικός στόχος τόσο περισσότερη προσοχή πρέπει να δείχνει κανείς στην ακεραιότητα των μέσων για την επίτευξή του. Η Ιστορία έχει δείξει και εξακολουθεί να επαληθεύει ότι τελικά τα μέσα μπορούν να “λερώσουν” τον σκοπό. Άρα όχι ο σκοπός δεν δικαιολογεί την προσπάθεια σε κάθε περίπτωση.
Το θέατρο μπορεί να συμβάλει στην πολιτική αφύπνιση και συνειδητοποίηση ή απευθύνεται μόνο σε όσους μπορούν να ακούσουν και να δουν;
Μάνος Στεφανάκης; Το θέατρο μπορεί, ίσως, να φυτέψει ένα σπόρο προβληματισμού σε θεατές που θέλουν, άρα μπορούν, να ακούσουν και να δουν. Αυτό, σε ατομικό επίπεδο, θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή μιας χρονοβόρας και δύσκολης διαδικασίας πολιτικής αφύπνισης και συνειδητοποίησης.
Τι νέο έμαθες για τον εαυτό σου μέσα απ΄ αυτή τη δουλειά μέχρι τώρα; Ποιο ήταν το προσωπικό κέρδος;
Βαγγέλης Αμπατζής: Δεν ξέρω αν έμαθα κάτι νέο, είναι μια δουλεία που ακόμα διαμορφώνεται. Καλύτερη στιγμή για αυτή την απάντηση είναι μετά το τέλος των παραστάσεων. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως επιβεβαιώθηκε η πίστη μου στην ομαδική δουλειά, στην αναγκαιότητα της συνεργασίας και της συνδιαμόρφωσης στην Τέχνη. Επιβεβαιώθηκε πως μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που είναι ή αισθάνονται νέοι και δεν έχουν παγιωμένες αντιλήψεις. Μου αρέσει που είμαι ζωντανός και παίζω θέατρο. Το να συνειδητοποιείς τι σου αρέσει είναι και αυτό κέρδος.
Θεανώ Μεταξά: Κάνω πράξη αυτό που επιθυμώ,μαζί με άλλους, αυτό είναι το κέρδος
Μέσα απ’αυτη τη δουλειά ξεκαθάρισα μερικές σκέψεις: Το γυναικείο σώμα γίνεται αντικείμενο κυριαρχίας, πολλαπλής καταπίεσης. Έτσι είναι κατασκευασμένη η κοινωνία να του συμπεριφέρεται. Εγγράφει κανόνες που του έχουν αποδοθεί από την κοινωνία δηλαδή να υπηρετεί, να δέχεται όλη αυτή την καταπίεση είτε παθητικά είτε ενεργητικά: παθητικά να υπομένει ως θύμα, ενεργητικά να δέχεται κάτι ως υπηρέτης στην προσπάθεια μιας δήθεν καταξίωσης. Ωστόσο παρά τα κοινωνικά αδιέξοδα υπάρχουν γυναίκες που καταφέρνουν να αντιστέκονται και να καταρρίπτουν τα πρότυπα που τους επιβάλλονται.
Μάριος Κρητικόπουλος: Μέσα από αυτή τη δουλειά και εν προκειμένω μέσα από το έργο «Οι στρατιώτες» παρατηρεί κανείς , πως κάποιες «παιχνιδιάρικες» συμπεριφορές κάποιων ανθρώπων έχουν καταστροφικό αντίκτυπο σε αυτόν που τις δέχεται.
Γιώργος Κριθάρας; Μόνο οι άνθρωποι που γνωρίζεις ή τους ξανασυναντάς σε άλλες νέες συνθήκες. Αυτό είναι το κέρδος. Αλλά κι αυτό είναι λίγο υποκριτικό. Ουσιαστικά μαθαίνω λίγο περισσότερο εμένα τον ίδιο μέσα από αυτές τις σχέσεις και συσχετίσεις. Αλλά και πάλι δεν είναι μάθηση με την έννοια της γνώσης για να μπορέσω τώρα να σου το μεταφέρω. Θα το πω “εμβάθυνση” για να ξεμπερδεύω. Στις πρόβες για τους “Στρατιώτες” (και ως στρατιώτης) εμβάθυνα στη δυναμική της σάχλας και της ανοησίας.
Μάνος Στεφανάκης: Κάθε δουλειά δρα εξελικτικά και επαναπροσδιορίζει αυτά που νόμιζα πως ήδη γνώριζα για τον εαυτό μου. Πρόκειται όμως για μια υπόγεια λειτουργία και μια αίσθηση που δύσκολα μπορώ να εκφράσω. Το ότι γνώρισα ανθρώπους, συνεργάστηκα μαζί τους, συνυπήρξαμε για να φτάσουμε από το “τίποτα” στο “κάτι” είναι το προσωπικό μου κέρδος.
Φοίβος Συμεωνίδης: Το προσωπικό μου κέρδος είναι ότι συνεργάστηκα με μία πολύ ωραία ομάδα ανθρώπων. Με κάποιους είχα ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν, με τους περισσότερους συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Έχοντας ως πρώτη ύλη το έργο του Lenz και ως κοινό στόχο την παράσταση γνωριστήκαμε, προβληματιστήκαμε και είμαστε πολύ χαρούμενοι που σε λιγότερο από μία εβδομάδα έχουμε την πρεμιέρα μας.
Οι στρατιώτες του Jakob Michael Reinhold Lenz σε σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση στο Ίδρυμα Κακογιάννης
Συντελεστές:
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης
Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Ανρί Κεργκομάρ
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος
Επιμέλεια video: Γιάννης Gizmo Μπερερής
Σύμβουλος Δραματουργίας: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δήμητρα Δρακοπούλου
Εκτέλεση παραγωγής: SPECTRUM MAKE
Παίζουν: Βαγγέλης Αμπατζής, Αντώνης Αντωνόπουλος, Μάριος Κρητικόπουλος, Γιώργος Κριθάρας, Θεανώ Μεταξά, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Μάνος Στεφανάκης, Φοίβος Συμεωνίδης
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων:
Από Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου
Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Ειδικά Διαμορφωμένος Υπόγειος Χώρος
Εισιτήριο: 5-15 ευρώ