Stories: Ο Σεφέρης γράφει στη Μαρώ
“Ξαναδιάβασα τα γράμματά σου από την αρχή. Σου γράφω «δύο λόγια αγάπης». Ένα πράγμα αισθάνομαι πως είναι το δυσκολότερο να σου δώσω να καταλάβεις: πόσο σε νιώθω, πόσο σε παρακολουθώ κι από μια σου λέξη ακόμη, όπως άλλοτε από ένα παίξιμο του χεριού σου. Τώρα που ξανακοίταξα όλα αυτά τα χαρτιά, βρίσκω πάντα ένα φόβο μήπως δε λες καλά ότι ήθελες να πεις, ένα δισταγμό μην τύχει και πεις πολλά, και προς το τέλος αρχίζεις κιόλας να γράφεις και να σκίζεις. Άφησε, χρυσή μου, τον εαυτό σου, είναι τόσο χαριτωμένος έτσι όπως είναι, άφησέ τον να μην μιλήσει όπως ξέρει αυτός. Θα μου πεις: «Εσύ μήπως δεν κάνεις το ίδιο;» Κι αν το κάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να με μιμηθείς. Το κάνω, άλλωστε, τόσο άσχημα. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ότι έχεις κι ότι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δε γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς, να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει.
Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορούσαμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό.
Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.
Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..
Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή – ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου – είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα..
Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακρυά. Βρέχει, την αγαπώ τούτη τη βροχή γιατί σαν ξεκίνησες έβρεχε και δε σταμάτησε από τότε. Φρικτά πολύ! Τίποτε άλλο δεν ξέρω να γράψω ούτε να σκεφτώ. Πότε άραγε θα έχω το πρώτο σου γράμμα; Το περιμένω σαν κάτι καινούργιο. Προσπαθώ να ξεκουράζομαι όπως μου ζήτησες πριν φύγεις. Ξεκούραση για μένα είναι να κάθομαι στο σπιτάκι μας στη Μουσούρου και να σε περιμένω, ν’ ακούσω το κλειδί στην εξώπορτα να μπαίνεις. Ή να σε βρίσκω μέσα να ξαπλώνω να μου διαβάζεις. Θυμάσαι μια μέρα που με πήρε ο ύπνος ενώ μου διάβαζες; Σαν άνοιξα τα μάτια με είχες σκεπάσει και με κοίταζες. Θυμάμαι την έκφραση σου γεμάτη αγάπη, είπες: «Ασχημοκόριτσο»!
Ευτυχώς που τελειώνεις με τις λέξεις “σε περιμένω”’. Δεν τις πέταξες έτσι στα κουτουρού. Ή αν ήταν στα κουτουρού, ξέραν τα χεράκια σου κάτι περισσότερο απ’ το μυαλάκι σου. Έτσι είναι αγόρι μου, το ξέρεις, σαν τις γραφικές παραστάσεις πάνω στα κρεβάτια των αρρώστων. Δεν μπορεί να’ ναι όλο ευθεία. Να ’σαι καλά και όπως να ’σαι … αγάπη!
Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν.
Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι , αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί , αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;
Αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα.
Πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ αφήνει να σ αγαπώ όπως θέλω, δε μ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”
Η αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Δήμου Ηρακλείου.