Φραντζέσκα Κολυβά / Τόποι, χρόνοι και στιγμές του έρωτα
Ο έρωτας ανέκαθεν αποτελεί την ουσία της ζωής. Κινητοποιεί ή αδρανοποιεί, δίνει ελπίδα ή τη στερεί, καθορίζει ζωές. Η συγγραφέας Φραντζέσκα Κολυβά τον τοποθετεί στο κέντρο του νέου της βιβλίου Ο Έρωτας παρακάτω που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανός και συναντά την ηρώιδα της στις επάλξεις της ιστορίας που ακολουθώντας τη συλλογική μοιρά, διεκδικεί τον έρωτα της ζωής της, μαθαίνοντας τον εαυτό της μέσα από το πριν, το μετά και το παρακάτω της προσωπικής πορείας και ιστορίας. Μας μίλησε για το νέο της βιβλίο, τη συγγραφική διαδικασία και τους νέους τόπους σκέψης που την οδήγησε. Για την ιστορία και τον αντίκτυπό της στις ζωές μας. Για τον έρωτα και τη μαγική του δύναμη να αντέχει στις αλλαγές των εποχών και να αλλάζει ζωές και μοίρες.
Τι κινητοποίησε τη συγγραφή του νέου σας βιβλίου; Τι νέο μάθατε για τον εαυτό σας μέσα από τη συγγραφική διαδικασία;
Κίνητρο για τον ‘έρωτα παρακάτω’ αποτέλεσε η μαγεία της καθημερινότητας. Η καθημερινότητα τα έχει όλα , τα δείχνει όλα: τα όρια των ανθρώπων και των καταστάσεων, τα χαρίσματα και τις αδυναμίες αυτών που μας ενδιαφέρουν. Στην ιστορία του βιβλίου το σασπένς της πλοκής περισσότερο από τα πρόσωπα επικεντρώνεται στις σχέσεις, σχέσεις οικείες, όπως, ο έρωτας, οι φίλοι, η εφηβεία, η καριέρα, η οικογένεια (αυτή που βρίσκουμε κι αυτή που φτιάχνουμε εμείς). Θα ήθελα να ήμουν μια ηρωίδα που θαυμάζω και γράφω γι’ αυτήν μα κι αν δεν είμαι, κι είμαι η «άλλη», η αντιηρωίδα, καλώς καμωμένο κι αυτό. Έχω μια ευκαιρία να την κατανοήσω, να τη συγχωρήσω, όπως εύστοχα γράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Στο τεράστιο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων τα πιο οικεία συναισθήματα είναι και τα πιο σκοτεινά. Η ζωή τρέχει μπροστά. Κι αν δεν το καταλάβουμε γρήγορα, αν δεν μας συγχωρήσουμε, δεύτερη ζωή δεν έχει…».
Οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων των μυθιστορημάτων σας εντάσσονται πάντα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Πως δουλεύετε για να προσεγγίσετε μια εποχή άλλη από την δική μας; Στην περίπτωση της μετεμφυλιακής περιόδου που παρουσιάζεται στο νέο σας βιβλίο, ποια κοινά εντοπίζετε με την δική μας εποχή και ποιες θεμελιώδεις διαφορές;
Η κατεξοχήν γοητεία της μυθοπλασίας είναι η απόσταση από το γνωστό και τετριμμένο. Αυτή η απόσταση θα μπορούσε να πηγαίνει προς τα μπρος, είναι μεγάλη πρόκληση αυτό, ιδιαίτερα στην εποχή μας που το αύριο εξελίσσεται σε όλο και πιο «μηχανιστικό» κι ωστόσο απρόβλεπτο. Κάποιους αυτό τους ελκύει όπως το φως τη νυχτοπεταλούδα, ας θυμηθούμε τι ωραία ιστορία έγραψε ο Καζούο Ισιγκούρο για την Κλάρα και τον ήλιο, το ανθρωποειδές που συμπάσχει και θυσιάζεται. Εμένα με ελκύει ο διανυμένος χρόνος, εκεί που γεννήθηκαν οι ιστορίες που άκουγα ως παιδί, εκεί που υπάρχουν τα πρώτα ψήγματα του εαυτού μου, μ’ όλες τις ερμηνείες, και τις ανεξιχνίαστες καταχωρίσεις. Υπάρχει λοιπόν ισχυρή πληροφόρηση και συναισθηματικό φορτίο. Σκεφτείτε ότι η μετεμφυλιακή Ελλάδα είναι μια ευρύτερη περίοδος από την οποία όσο απομακρυνόμαστε, τόσο μικραίνει η απόσταση. Η ανασυγκρότηση του εξήντα, η δικτατορία , η μεταπολίτευση του εβδομήντα και ο σοσιαλισμός του ογδόντα, όλα μοιάζουν εξελικτικά στάδια του εμφυλίου και του ψυχρού πολέμου. Έζησα κομμάτια εκείνου του καιρού και τα αγαπώ. Ποιος δεν περιπλανιέται στα νιάτα του ; Οι διαφορές του τότε με το τώρα δεν είναι τόσο μεγάλες όσο φαίνονται. Πάντα κάποιοι θα ζουν πέτρινα χρόνια, βουλιαγμένα στη στέρηση, στην ανάγκη – τώρα φτωχοί μπορεί να είναι οι μετανάστες, στα ταραγμένα χρόνια του εξήντα άνεργοι ήταν οι κομμουνιστές , οι μη δημόσιοι υπάλληλοι, οι βιοπαλαιστές, για τους οποίους το κράτος ήταν απόν και παρών πάντα ο βουλευτής και οι απατηλές υποσχέσεις του. Το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε μετέχει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε στο χτίσιμο του εαυτού μας, στην αυτοεκτίμησή μας ή στην έλλειψή της, στα τραύματα που μας κινητοποιούν ή μας φρενάρουν.
Τι καθορίζει την ζωή μας: η τύχη ή η επιλογή;
Παρόλο που θα ήταν ύβρις να μηδενίσει κανείς τον παράγοντα τύχη, νομίζω πως ο καθένας μας είναι αρχιτέκτονας της μοίρας του. Με μια συμπλήρωση: ότι στις κρίσιμες επιλογές της ζωής είναι προτιμότερη η διαισθητική καθοδήγηση από την ορθολογιστική ανάλυση.
Παρόλο που θα ήταν ύβρις να μηδενίσει κανείς τον παράγοντα τύχη, νομίζω πως ο καθένας μας είναι αρχιτέκτονας της μοίρας του. Με μια συμπλήρωση: ότι στις κρίσιμες επιλογές της ζωής είναι προτιμότερη η διαισθητική καθοδήγηση από την ορθολογιστική ανάλυση.
Ο έρωτας διαφοροποιείται σε κάθε εποχή ή διατηρεί πάντα τον πυρήνα του; Ποια τα χαρακτηριστικά του στην εποχή των ηρώων του βιβλίου και ποια στη δική μας εποχή;
Ξέρετε, ο έρωτας όλο αλλάζει κι όλο ο ίδιος μένει. Επειδή αυτό που καθορίζει την εμπειρία του έρωτα είναι ο άνθρωπος που τη βιώνει, ο άντρας ή η γυναίκα με το συγκεκριμένο χαρακτήρα, τις ανασφάλειες, τις αδυναμίες, το ναρκισσισμό του. Είναι βαθιά η επιρροή του δυναμικού της παιδικής ηλικίας στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας και κατ’ επέκταση του τρόπου που βλέπουμε και αισθανόμαστε τους άλλους. Δε διαλέγουμε εμείς τον τρόπο που αγαπάμε, υπάρχει ένα πλέγμα μέσα μας δυναμικό ή τραυματισμένο που εκφράζει με τον έρωτα το ψυχολογικό του μυστήριο. Εξαγνίζεται ή διαφθείρεται. Και σήμερα όπως παλιά, βλέπουμε ερωτευμένους να θυματοποιούνται ή να ταπεινώνονται, λες κι ένα υποτακτικό κομμάτι της συνείδησής τους απολαμβάνει μαζοχιστικά να το κάνει, λες και χρειάζεται μια δεσποτική κατάσταση για να παλεύει εναντίον της και να ζει μαζί της.
Η εποχή των ηρώων του βιβλίου (με εφηβεία γύρω στη δεκαετία του εβδομήντα) ευνοούσε λιγότερο τις ευκαιριακές σχέσεις και περισσότερο το φλερτ της γκρίζας ζώνης ( το ίξης αφίξης) προοιωνίζοντας έτσι μ’ ένα τρόπο τον πανταχού παρόντα ρομαντικό έρωτα. Από την άλλη νομίζω πως τότε, με την επιρροή των χίπις, άρχισε να γενικεύεται ο «κατασκευαστικός» έρωτας, δηλαδή το ντύσιμο με ρομαντικό περιτύλιγμα της σεξουαλικής έλξης καθ’ εαυτής.
Πως θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον έρωτα; Είναι ένα συναίσθημα που μπορούν να νιώσουν όλοι οι άνθρωποι;
Ο έρωτας δεν ορίζεται με την έννοια ότι δεν περιορίζεται. Έχει σα μοίρα μέσα του τα όρια της κατανόησής του, όπως ένα χρώμα έχει τα όρια των αποχρώσεών του. Κάθε προσπάθεια να τον αποσαφηνίσουμε μ’ ένα χαρακτηρισμό, ένα επίθετο, τον συσκοτίζει περισσότερο. Πώς αλλιώς θα ήταν μαγεία; Κι εδώ ακριβώς προκύπτει η ένσταση για την εποχή μας που εκλογικεύει τα πράγματα: εισάγεις σε μια μηχανή αυτό που θέλεις και η μηχανή σου βρίσκει ταίρι. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι αλάνθαστο αλλά πού είναι η υπαρξιακή φαντασίωση, το παραμύθι, το πάθος; Θα μου πείτε, είναι όλοι άνθρωποι ικανοί για το πάθος; Όχι. Το πάθος θέλει ειλικρίνεια, γενναιοδωρία και τόλμη.
Είναι τα χαρίσματά μας ή οι αδυναμίες και τα ελλείμματά μας αυτά που μας συνδέουν με τους άλλους;
Σε βαθύτερο επίπεδο, νομίζω πως μας συνδέουν οι αδυναμίες μας. Τα χαρίσματα έχουν ένα υπεροπτικά θετικό πρόσημο που ευκολότερα το ζηλεύεις παρά επικοινωνείς μαζί του. Οι άνθρωποι γενικά είμαστε το καλό και το κακό μαζί. Θέση και αντίθεση. Όσο μάλιστα πιο αντιφατικοί κι ερμητικοί τόσο πιο ενδιαφέροντες. Η γοητεία φυσικά βρίσκεται στην αδυναμία. Το σκαμπανέβασμα (πλημμύρα και παλίρροια) δεν δείχνει ισορροπία, αλλά ποιος θα αρνηθεί πως η αντάρα κρύβει εσωτερική περιπέτεια, ένα τσίγκλισμα για να λύσεις το γρίφο . Τέτοιους ανθρώπους ξεχωρίζουμε στο περιβάλλον, μας ελκύουν, υποσυνείδητα μας υπόσχονται γόνιμες ανταλλαγές.
Πως κρίνετε τον θεσμό του γάμου; Γιατί αποτελεί τόσο έντονο θέμα συζητήσεων σε κάθε εποχή; Πρέπει να εκπορεύεται από το συναίσθημα του έρωτα ή του είναι απαραίτητα άλλα στοιχεία;
Η κουβέντα για το γάμο θα είναι πάντα πλατιά και ατελεύτητη. Κάπου άκουσα πως η τέλεια σχέση παριστάνεται μ’ ένα βαλς. Ίσα που αγγίζονται τα ακροδάκτυλα, εκφράζοντας με τα λίγα κοινά σημεία και τη διακριτική προσέγγιση, ανεξαρτησία. Τα σφιχταγκαλιάσματα πνίγουν, δεσμεύουν, σου ρουφούν τον αέρα. Εμένα όμως μου φαίνεται πως παραείναι σεβαστικό το βαλς και η αμοιβαιότητά του ιδιαίτερα ευπρεπής για την περίσταση. Σίγουρα κανόνας δεν υπάρχει. Αν εξαιρέσουμε τα ρομάντζα που έφτασαν σε μεγάλα βάθη και πέτυχαν ειδικές βαρύτητες, οι γάμοι που νίκησαν το χρόνο είτε δουλεύτηκαν πολύ είτε παραδόθηκαν στη συνήθεια είτε τους συνέβησαν και τα δυο μαζί με κοινό παρονομαστή την οικειότητα και όχι τα παιδιά. Το λέω αυτό επειδή ζευγάρια χωρίς παιδιά αναπτύσσουν συνήθως ουσιαστική συντροφικότητα. Αυτό είναι το τελικό ζητούμενο στο γάμο, η συντροφικότητα, αλλά δεν είναι εύκολο πράγμα. Παντρευόμαστε για να κάνουμε οικογένεια, για να προχωρήσουμε σε ένα επόμενο βήμα ζωής με διάρκεια. Ο έρωτας είναι η προϋπόθεση γι’ αυτό και τα οικονομικά η ώθηση για το βήμα. Στην πορεία όμως αλλάζουμε. Αν ο ένας απ’ τους δυο δεν ακολουθήσει, έρχεται το χάσμα. Χάσμα έρχεται βέβαια κι από χίλια άλλα πράγματα, πολλά και διαφορετικά όσα οι άνθρωποι. Είναι τόσο παράξενη αυτή η ανθρώπινη σχέση. Δύο εις σάρκα μία! Ως χτες τις ίδιες έγνοιες, την ίδια ζωή, να τρώνε μαζί, να μοιράζονται το ίδιο σαπούνι, την ίδια πετσέτα, να τριγυρνούν γυμνοί ο ένας μπροστά στον άλλο, και μετά όλα χώρια. Και εχθροί. Ακατανόμαστοι. «Ο πατέρας του παιδιού μου» «Η μητέρα του». Στο βιβλίο στέκομαι αρκετά σ’ αυτή τη μετεξέλιξη. Είναι κλειδί για τον ψυχισμό μας.
Η ζωή θέλει τόλμη ή προσοχή;
Η ζωή θέλει και τα δύο και όχι σε ίσες δόσεις. Πολλή προσοχή σε κρατάει φοβικό στο περιθώριο. Από την άλλη η τόλμη είναι χάρισμα, έχει γερές βάσεις στην αυτοεκτίμηση που αποκτήθηκε όταν ως παιδί πήρες πολλή αγάπη, άνευ όρων, από γενναιόψυχους γονείς που ένιωσαν κι αυτοί ως παιδιά απλοχεριά. Η ηρωίδα μου δεν ένιωσε αυτή την απλοχεριά. Ξέρετε, οι ειδικοί λένε πως αν υπήρξες το αγαπημένο παιδί της μητέρας σου, διατηρείς σε όλη σου τη ζωή το αίσθημα του θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία, που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία. Η ηρωίδα μου κάνει κάποιες σκέψεις σχετικά μ’ αυτό, μιας κι η μητέρα της μοιάζει να την ανταγωνίζεται…
Να το λέει λοιπόν η καρδιά μας αλλά και τα μάτια ανοιχτά.
Είστε αισιόδοξη για το μέλλον;
Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους αλλά εγώ δε μπορώ να φανταστώ το μέλλον σε είκοσι χρόνια. Κατακλυζόμαστε από τα επιτεύγματα της ΑΙ όσο κι από χρησμούς ότι οι μηχανές θα μας κατακυριεύσουν. Στεκόμαστε μουδιασμένοι στο δίλημμα – λες κι είναι στο χέρι μας να σταματήσουμε την εξέλιξη – ωστόσο όταν σκεφτόμαστε πως η ΑΙ θα λύσει το πρόβλημα του καρκίνου ή της κλιματικής αλλαγής υποβαθμίζουμε το εφιαλτικό σενάριο της παντοδυναμίας της. Εύχομαι να μας μείνει η φαντασία. Απ’ όσο ξέρω οι μηχανές δεν θα αποκτήσουν ποτέ φαντασία. Τι να την κάνουν; λέει μια αιρετική σκέψη. Αν έχουν συγκεντρωμένη την καταγεγραμμένη φαντασία όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, συνδυάζουν και παράγουν προϊόντα φαντασίας, τέχνη, πρωτοτυπία, μια νέα ιδέα. Κι εμείς τότε; Τι θα είμαστε εμείς; Βαριεστημένοι χειριστές κονσόλας και εφαρμογών; Κουρασμένα όντα υπό απόσυρση λόγω άλλωστε και της φυσικής επιλογής; Δεν ξέρω. Ακούγεται αισιόδοξο ένα τέτοιο μέλλον;
Τι σας δίνει δύναμη και πίστη στην καθημερινότητα;
Η έκπληξη της κάθε μέρας. Η γνώση, η δημιουργία που προκύπτει με τη σκέψη. Ένα νοερό ταξίδι μέσα από την τέχνη. Να πετάς αετό και χωρίς ουρανό.
Το βιβλίο Ο Έρωτας παρακάτω κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανός.