Γεράσιμος Γασπαρινάτος / Θέατρο: Ένας καθρέφτης της πραγματικότητάς μας
Το θέατρο είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος τόσο να αντιμετωπίσουμε την καθημερινότητα και τους εαυτούς μας, όσο και να τα κατανοήσουμε. Ο Γεράσιμος Γασπαρινάτος εμπνέεται από την αγροτική ζωή της κρητικής υπαίθρου και συνθέτει μία πρωτότυπη κωμωδία για τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων και της ζωής τους εκεί. Μας μίλησε για το έργο Μαντινάδες, ματζουράνες και χοχλιοί μπουμπουριστοί που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική και την εμπειρία συγγραφής του, αλλά και για τον τρόπο που το θέατρο μετατρέπεται σε καθρέφτη, αποκαλύπτοντάς μας την αλήθεια μας.
Τι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το θεατρικό σας έργο;
Στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου ήμουν μαθητής, είχαμε έναν εξαιρετικό θεατρικό όμιλο που διηύθυνε ο Στέλιος Παπαπέτρου. Ο Παπαπέτρου για δεκαετίες έσκαψε το χωράφι του μαθητικού θεάτρου, φύτεψε αναρίθμητους σπόρους που έβγαλαν πολλούς καταξιωμένους σήμερα ηθοποιούς και σκηνοθέτες αλλά, πάνω απ’ όλα, καλλιέργησε θεατρική κουλτούρα.
Κάποια χρονιά ο θεατρικός όμιλος της Γερμανικής ανέβασε τη «Φαύστα» του Μποστ. Δεν είχα ξαναδεί στο θέατρο ή έστω διαβάσει Μποστ, ήταν για μένα μια εντελώς καινούρια εμπειρία, που με συνάρπασε από τον πρώτο στίχο. Και θυμάμαι ότι γεννήθηκε στο μυαλό μου, εκεί, την ώρα της παράστασης, η σκέψη να δοκιμάσω να γράψω κάτι σε αυτό το ιδίωμα.
Γιατί επιλέξατε τον στίχο για την σύνθεσή του; Τι προσδίδει στην απόδοσή του στη σκηνή;
Κατ’ αρχάς ό,τι μπορείς να γράψεις σε πεζό λόγο μπορείς να το γράψεις και σε στίχο. Αλλά ο στίχος με ρίμα παρουσιάζει κάποιες ιδιόμορφες προκλήσεις. Πρέπει να μπορέσεις να χωρέσεις μέσα σε έναν 14σύλλαβο ή 15σύλλαβο στίχο μια ατάκα που σε πεζό λόγο μπορεί να ήθελε περισσότερες λέξεις, πρέπει να μπορείς να συνοψίζεις υπο-ενότητες διαλόγων ή αφήγησης σε τετράστιχα, γενικά θέλει μια ιδιαίτερη τεχνική διαχείρισης του χώρου και του χρόνου. Υπάρχουν έπειτα θέματα που αφορούν την τεχνική του στίχου, δεν αρκεί να ταιριάξεις τη ρίμα. Πρέπει ο στίχος να έχει ρυθμό, να τονίζεται στις σωστές συλλαβές, να αποφεύγονται οι χασμωδίες κλπ. Και βέβαια, μιας και μιλάμε για κωμωδία, πριν και πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι αστείος.
Εφ’ όσον γίνουν όλα τα παραπάνω, τότε ένας σφιχτός, καλογραμμένος και αστείος στίχος μπορεί κατά την άποψή μου να είναι πολύ διασκεδαστικός για τον θεατή. Ο πρώτος στίχος προετοιμάζει το έδαφος για εκείνον που ακολουθεί με την αστεία ατάκα, την punchline που λέμε στο χωριό μου, κι αυτό το σχήμα λειτουργεί συχνά πολλαπλασιαστικά για το αστείο.
Ποιο ήταν το προσωπικό σας κέρδος από τη διαδικασία συγγραφής; Τι νέο μάθατε για τον εαυτό σας;
Γράφω θεατρικά έργα σε στίχο εδώ και πολλά χρόνια. Την εποχή που βρίσκομαι σε διαδικασία συγγραφής – γιατί δεν είναι κάτι το συνεχές, γράφω ένα έργο σε 5-6 μήνες και πιάνω το επόμενο πολλούς μήνες αργότερα – αισθάνομαι πλήρης, δημιουργικός, χαρούμενος. Αυτή η απόλαυση της συγγραφής είναι το μεγαλύτερο κέρδος μου, το αντίβαρο στην επαγγελματική ρουτίνα μου ως δικηγόρου, που κι αυτή περιλαμβάνει πολύ γράψιμο. Είναι το μεράκι, η χαρά και η διαφυγή μου, γράφω άρα υπάρχω.
Τα κλισέ που μας χαρακτηρίζουν σαν λαό έχουν βάση στην αλήθεια; Από που προκύπτουν και γιατί συντηρούνται;
Δεν γίνεται να γεννηθεί κλισέ αν δεν βασίζεται στην αλήθεια. Με την επιφύλαξη φυσικά που ισχύει για τέτοιες γενικεύσεις, νομίζω ότι τα στερεότυπα αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, που έχει προκύψει από την ίδια τη ζωή. Η ζωή τα γέννησε και οι επιμέρους ιστορικές και κοινωνικές παράμετροί της. Κι η ζωή είναι αυτή που τα συντηρεί.
Είναι η διακωμώδησή τους ο καλύτερος τρόπος να τα αντιπαρέλθουμε;
Αυτό ακριβώς. Η διακωμώδηση και, μιας και ο συγγραφέας είναι κι εκείνος κομμάτι αυτού που διακωμωδεί, ουσιαστικά μιλάμε για αυτοσαρκασμό. Ο ατομικός και συλλογικός αυτοσαρκασμός είναι μια εξελιγμένη μορφή χιούμορ, γιατί προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα ότι έχει κοιτάξει κανείς στον καθρέφτη κι έχει διακρίνει το κουσούρι, που ακολούθως διακωμωδεί. Δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι μπορούν να το κάνουν αυτό, οι περισσότεροι αλλάζουν τους καθρέφτες τους με άλλους, παραμορφωτικούς, που κρύβουν τις ατέλειες και φτιασιδώνουν την πραγματικότητα.
Κατά τη συγγραφή ενός έργου το φαντάζεστε στη σκηνή; Πως νιώθετε όταν τελικά παρακολουθείτε μία σκηνική εκδοχή του;
Έχω σκηνοθετήσει όλα μου τα έργα, σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου την ώρα που γράφω πλέον έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τη σκηνική αναπαράσταση και τη θεατρική εφαρμογή του κειμένου.
Τίποτα δεν συγκρίνεται με την ικανοποίηση της ολοκληρωμένης σκηνικής εκδοχής ενός έργου, με όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα στοιχεία που προσθέτει στο κείμενο. Μολονότι τα έργα μου διαβάζονται και αυτοτελώς, σαν πεζογραφήματα, η θεατρική αναπαράσταση νομίζω ότι τους προσδίδει μία ακόμη διάσταση, που δυσκολεύεται να διακρίνει ο αναγνώστης.
Τι χαρίζει η συγγραφή στη ζωή σας;
Τη χαρά της δημιουργίας. Αυτό που μου δίνει ώθηση να σηκωθώ από το κρεβάτι αξημέρωτα ώστε να βρω δυο-τρεις ώρες για να γράψω προτού παω για δουλειά. Και, μολονότι είμαι έντονα κοινωνικός άνθρωπος, αυτό που με κάνει να τα βρίσκω με τον εαυτό μου, να αποζητάω και να απολαμβάνω και τη μοναξιά – γιατί το γράψιμο είναι μια αυστηρά μοναχική διαδικασία.
Τι σας δίνει δύναμη και πίστη στην καθημερινότητα;
Γενικά είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, που θέλει να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, κι όχι μισοάδειο. Αλλά και στις πιο δύσκολες στιγμές, αντλώ δύναμη και πίστη από την οικογένειά μου, τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά και τους φίλους μου, που ήταν πάντα πολύ σημαντικοί για μένα. Και ναι, βοηθάει κι εκείνο το Moleskine τετράδιο με το έργο που περιμένει στο γραφείο μου (πάντα στο χέρι η πρώτη γραφή). Δυο-τρεις ώρες με το στυλό μου και το τετράδιο, κι όλα έρχονται σε ισορροπία.
Το βιβλίο Μαντινάδες, ματζουράνες και χοχλιοί μπουμπουριστοί του Γεράσιμου Γασπαρινάτου κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική