Το πικρό ποτήρι: Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα της Λένας Διβάνη από τις Εκδόσεις Πατάκη
Εγώ είμαι ο θυρωρός, ο ιστάμενος εις την θύραν και φυλάττων την παρθένον Ελλάδα.
Ιωάννης Καποδίστριας
Κυβερνήτης της Ελλάδος
-Είναι οι λέξεις που είναι χαραγμένες στο μάρμαρο που τον σκεπάζει,στο αγαπημένο του νησί, στην Κέρκυρα-
Κρίμα που δε χάραξαν μια φράση που είπε κάποτε και ήταν οδηγός για τη ζωή του επισημαίνει η συγγραφέας. Ας λέγουν και γράφουν ό,τι θέλουν. Θα έλθει όμως κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι σύμφωνα με όσα είπον ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ΄αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των.
Η ανάγνωση της Ιστορίας είναι για το σύγχρονο άνθρωπο απαραίτητη και πολύτιμη προκειμένου να κατανοήσει τα γεγονότα του παρελθόντος, να εμβαθύνει στις αιτίες τους και να αποφύγει ενδεχομένως τα λάθη που έκαναν οι πρόγονοι του. Ωστόσο η μελέτη της Ιστορίας ενίοτε αποθαρρύνει τον αναγνώστη λόγω της πληθώρας των πληροφοριών και της συνθετότητας των εποχών. Η συγγραφέας όμως Λένα Διβάνη κατορθώνει με την πένα της να μετατρέψει την Ιστορία σ’ ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που φωτίζει την ψυχή, καθιστά το παρελθόν παρόν και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν οικεία, προσφιλή, ανεξίτηλα στη μνήμη. Με όπλα της τη βαθιά γνώση, την ενδελεχή έρευνα αλλά και τη ρέουσα, γλαφυρή γλώσσα αποδίδει στους αναγνώστες το πόνημα της, Το πικρό ποτήρι: Ο Καποδίστριας η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα προσθέτοντας στη βιβλιογραφία ένα έργο μεστό και πυκνό με το οποίο αποδίδεται ο πλούτος των ιδιαιτεροτήτων της εποχής και η πολυπλοκότητα της επαναστατικής περιόδου στην πολυεπίπεδη παρουσία του Ελληνισμού.
Γνωρίζουμε τον Κυβερνήτη από τα παιδικά του χρόνια στην Κέρκυρα επί Ενετοκρατίας. Είναι το έκτο παιδί αριστοκρατικής οικογένειας που γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1776 και ονομάσθηκε Ιωάννης. Η γονείς του μερίμνησαν για τη μόρφωση του φέρνοντας στο σπίτι τους καλύτερους δασκάλους αλλά και ο Ιωάννης έδειξε από μικρός τις ικανότητες του. Έμαθε ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, γαλλικά. Διάβαζε πολύ, έπαιζε πιάνο, ήταν σοβαρός, εργατικός, με άνεση στον προφορικό λόγο αλλά και με ιδιαίτερη γοητεία. Στα δεκαεφτά του χρόνια έφυγε για ανώτατες σπουδές στην Πάντοβα. Επέστρεψε είκοσι ενός χρόνων με ξεχωριστή ευρυμάθεια. Σπούδασε ιατρική, νομική, φιλολογία, φιλοσοφία.
Αποδεικνύει εμπράκτως τις ανθρωπιστικές του αρχές προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους φτωχούς, στους αγρότες, στους ανήμπορους. Έγινε αγαπητός και κέρδισε την αποδοχή του κόσμου που τον εμπιστεύτηκε πράγμα το οποίο αποδείχθηκε σωτήριο κατά ην εξέγερση των ποπολάρων προκειμένου να κατευνάσει το πλήθος. Έτσι αρχίζει η πολιτική του καριέρα από έκτακτος επίτροπος γραμματέας της επικράτειας με ειδικότητα στις εξωτερικές σχέσεις, στη ναυτιλία και στο εμπόριο. Το 1808 ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α’ που επιλέγει ικανούς συνεργάτες τον καλεί στην Πετρούπολη και ο Καποδίστριας αποδέχεται την πρόταση. Θεωρεί ότι μπορεί να πραγματοποιήσει το όραμα του να φανεί χρήσιμος στη σκλαβωμένη πατρίδα του.
Η ιστορικός –συγγραφέας παραθέτει πολλά αποσπάσματα της αλληλογραφίας του Καποδίστρια με τον πατέρα του φωτίζοντας με τον τρόπο αυτό την ψυχή και τις βαθύτερες σκέψεις του Κυβερνήτη. Εκτός από διπλωμάτης και πολιτικός είναι άνθρωπος ο οποίος υποφέρει, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, νοσταλγεί βαθιά τον ήλιο και τη θάλασσα του Ιονίου. Καταφεύγει στη βιβλιοθήκη του Ερμιτάζ, μελετά ασταμάτητα, θέλει πάντα να είναι προετοιμασμένος, είναι προσηλωμένος στο καθήκον και αφοσιωμένος στις ιδέες του. Υπηρετεί με απαράβατη συνέπεια και πίστη τις Αρχές του και συχνά έρχεται σε αντιπαράθεση με όσους θεωρεί ότι εμποδίζουν τις επιδιώξεις του αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό όταν βρίσκεται ενώπιον διλημμάτων προσωπικών ή πολιτικών.
Στη μοναχική προσωπική του ζωή μία γυναίκα τον συγκίνησε με την σοβαρότητα, την καλλιέργεια και την ιδιαίτερη τρυφερότητα της. Η Ρωξάνδρα Στούρτζα, Ελληνορωσίδα, αριστοκρατικής οικογένειας η οποία εντάχθηκε στο περιβάλλον του τσάρου και έγινε κυρία επί των τιμών της τσαρίνας Ελισαβέτας. Εκείνη έλκεται από την κλασσική ομορφιά με τη σφραγίδα της μελαγχολίας αλλά διακρίνει και την σπάνια ανωτερότητα και τις πνευματικές και διανοητικές ικανότητες του. Επικοινωνούν βαθιά, μιλούν ατελείωτες ώρες αλλά η σχέση αυτή προσκρούει στις αναστολές του Καποδίστρια. Τον δεσμεύουν οι Αρχές του. Προτάσσει την οικογένεια, την πατρίδα, το Χρέος.
Εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις σε όλες τις θέσεις που τοποθετείται με ελληνοκεντρικό πάντοτε στόχο. Στο συνέδριο της Βιέννης συναντά τη Ρωξάνδρα και τα δυνατά αισθήματα που τους συνδέουν τροφοδοτούν και τη δράση τους με κοινή πάντα επιδίωξη. Όπως γράφει ευτυχής η Ρωξάνδρα: Το πιο σπουδαίο επίτευγμα ήταν ότι θυμίσαμε στη συγκεντρωμένη στη Βιέννη επίσημη Ευρώπη την ύπαρξη ενός δυστυχούς έθνους που στέναζε κάτω από τον βάρβαρο τουρκικό ζυγό. Παρ΄όλα αυτά το 1816 αποφασίζει να προχωρήσει σ΄ένα γάμο που δεν επιθυμεί απογοητευμένη από τη σιωπή και την αποστασιοποίηση του.
Ο Τσάρος Αλέξανδρος μολονότι εκτιμά απεριόριστα τον Καποδίστρια δεν ευνοεί την επανάσταση, εκείνος αρνείται την ηγεσία της Φιλικής εταιρείας αλλά μετά τον θάνατο του τσάρου Αλέξανδρου ζητά απο τον νέο τσάρο Νικόλαο να δεχθεί την παραίτησή του προκειμένου να είναι ελεύθερος να πάρει τις μελλοντικές του αποφάσεις Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση του 1827 τον εκλέγει κυβερνήτη για 7 χρόνια και εκείνος δέχεται γνωρίζοντας ότι επιτελεί το ύψιστο Χρέος στην πατρίδα που είναι φτωχή, διαλυμένη από τους εμφυλίους και εκτεθειμένη στον Τουρκικό κίνδυνο.
Η αλληλογραφία με τη Ρωξάνδρα συνεχίζεται. Εκείνη διακατέχεται από αγωνία για όσα τον περιμένουν κι εκείνος αντλεί δύναμη από τα λόγια της αλλά δεν τη θέλει κοντά του. Επιθυμεί να πιεί μόνος το πικρό ποτήρι. Μάχεται για τα σύνορα της χώρας, επιδιώκει με όλες του τις δυνάμεις τη μόρφωση του λαού και επιχειρεί να επιβάλει κεντρική διοίκηση για τη συγκρότηση του κράτους. Τα προνόμια των προκρίτων, των οπλαρχηγών και του κλήρου χάνονται και οι αντίπαλοι του δεν τον συγχωρούν.
Δολοφονείται 27 Σεπτεμβριου 1831 απο τον Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη στην είσοδο του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Το άσχημο προαίσθημα της Ρωξάνδρας επαληθεύεται και στο άκουσμα της είδησης καταρρέει.
Η Λένα Διβάνη τονίζει πως το χειρότερο απ΄όλα μάλλον, ήταν ότι οι Έλληνες αμφισβήτησαν την τιμιότητα των προθέσεων του Καποδίστρια, του ανθρώπου που, όταν ήρθε στην Ελλάδα, κινούσε το κράτος με τα δικά του χρήματα και όσα μπόρεσε να μαζέψει, αφού κανένας άλλος δεν ήθελε να προσφέρει τίποτα. Ο Γκαίτε, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του δήλωσε: Από σήμερα παύω να είμαι φιλέλληνας.