Κωνσταντίνος Μάρκελλος / Η ποίηση του έρωτα
Στο Θέατρο Σταθμός παρουσιάζεται αυτή την περίοδο -για λίγες ακόμα παραστάσεις- ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων του έργου Η Απαγωγή της Τασούλας. Ένα έργο που έγραψε με βάση τα πρότυπα των Τραγωδιών και των Μυθιστοριών της Κρητικής Αναγέννησης και σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος. Ένα έργο που ιστορεί την μεγάλη αγάπη της Τασούλας και του Κώστα που κόντρα στην θέληση των άλλων, πίστεψαν σε αυτό που τους ένωσε, κλέφτηκαν και διεκδίκησαν το δικαίωμά τους στην ευτυχία. Ένα έργο που ενώ μοιάζει να ανήκει στην παράδοσή μας, έχει γραφτεί τώρα και μάλιστα στο ιδανικό του timing, καθώς είχε την τύχη να αποδοθεί σκηνικά από μία εξαίρετη ομάδα ηθοποιών και συντελεστών. Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος μας μίλησε για πορεία από την ιδέα στο έργο και την παράσταση, την δουλειά με τους πολύτιμους συνεργάτες του και την δύναμη του απόλυτου έρωτα.
Πώς προέκυψε η συγγραφή αυτού του έργου; Γιατί επέλεξες έμμετρη μορφή; Τι δυσκολίες είχε το εγχείρημα;
Με την συνεργάτιδά μου Ελένη Στεργίου συναντήσαμε την πραγματική ιστορία του Κώστα και της Τασούλας πριν από 3,5 χρόνια. Ενώ η αρχική σκέψη ήταν να επικεντρωθούμε στις πολιτικές προεκτάσεις της και να γράψουμε ένα έργο-ντοκουμέντο, όσο δουλεύαμε πάνω στην ιδέα ενός καινούριου έργου, άρχισε να αναδύεται η ανάγκη να απομακρυνθούμε από τα πραγματικά γεγονότα και να εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίον η κοινωνία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετώπισαν το γεγονός. Ερευνώντας στα ιστορικά αρχεία της εποχής και προετοιμάζοντας μια δεύτερη γραφή, βρεθήκαμε και πάλι μπροστά στον κίνδυνο να φτιάξουμε ένα έργο βασισμένο αποκλειστικά σε δημοσιεύματα και να καταφύγουμε σε λύσεις που, στην καλύτερη περίπτωση, θα μας επέτρεπαν απλώς να αφηγηθούμε μια αρκετά ενδιαφέρουσα σε πλοκή ιστορία.
Είχαμε, όμως, την ανάγκη να φτιάξουμε ένα καθαρό θεατρικό έργο με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και σαφή δραματουργικό πυρήνα. Το ερώτημα ήταν πώς θα επιτυγχάνετο η πολυπόθητη και αναγκαία αφαίρεση (αφού τα γεγονότα ήταν πάρα πολλά), και πώς αυτά θα μετατρέπονταν σε υλικά μιας στέρεης δραματουργίας.
Μια συνάντηση με τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα μας έδωσε την απάντηση. Όσο αναλύαμε τις σκέψεις μας πάνω στην δραματουργία, η συζήτηση «εξώκειλε» σε ένα στιγμιότυπο από τον Ερωτόκριτο του Βιντσέντζου Κορνάρου: Η Αρετούσα σε μια επίσκεψη στο σπίτι του άρρωστου Πεζόστρατου (πατέρα του, αυτοεξόριστου εκείνο τον καιρό, Ερωτόκριτου και Συμβούλου του δικού της πατέρα-βασιλιά), ευρισκόμενη μόνη, μαζί με τη Νένα, μέσα στην κάμαρα του νέου, ανακαλύπτει στο κρυφό ερμάρι του -εκτός από τους στίχους που είχε ακούσει να τραγουδιούνται κάτω απ’ το παράθυρό της λίγο καιρό πρωτύτερα- και μια ζωγραφιά που απεικόνιζε την ίδια. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της ζωγραφισμένο στο χαρτί και συνδυάζοντας τα γεγονότα, συμπεραίνει πως ο Ερωτόκρτος την είχε ερωτευτεί και πως τα όμορφα τραγούδια που άκουγε και θαύμαζε τόσο καιρό προορίζονταν για κείνη. Σπεύδει, λοιπόν, να δηλώσει στην παραμάνα της πως είναι κι εκείνη ερωτευμένη. Ναι, αλλά με ποιόν; Με τον Ερωτόκριτο; Ή, καλύτερα, μόνο με τον Ερωτόκριτο; Με τον Έρωτα του Ερωτόκριτου; Με τον Έρωτα ως ιδέα; Μήπως με το είδωλό της; Μήπως με την ίδια της την εικόνα ως αντικείμενο του πόθου κάποιου άλλου;
Η -πολύτιμη για την δραματουργία- αναλογία ήταν προφανής και ο συσχετισμός αναπόφευκτος: Την θέση της Αρετούσας κατέλαβε το ζευγάρι (Κώστας και Τασούλα) και την θέση της ζωγραφιάς πήραν τα χιλιάδες δημοσιεύματα από το 1950 ως το 1952 που τους παρουσίασαν σαν λαϊκούς ήρωες. Τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δυο άνθρωποι που βρέθηκαν ουσιαστικά μαζί για πρώτη φορά μόνο μετά την Απαγωγή -κι εξ αιτίας της έγιναν λαϊκός μύθος εν μια νυκτί, πριν καλά-καλά προλάβουν να εκφράσουν ο ένας στον άλλον τα αισθήματά του- δέχθηκαν πολύ γρήγορα τον ακραίο θαυμασμό και την λατρεία της κοινής γνώμης. Και αυτό που ερωτεύτηκαν πάνω απ’ όλα δεν ήταν τόσο ο ένας το πρόσωπο του άλλου, όσο την εικόνα που οι άλλοι έφτιαξαν γι’ αυτούς και λάτρεψαν.
Η συνάντηση με τον Γιώργο Μπλάνα έγινε η αφορμή να ληφθεί η απόφαση να γραφτεί ένα πρωτότυπο έργο που θα αναφέρεται υφολογικά και μορφολογικά στην Αναγεννησιακή Μυθιστορία ή/και Τραγωδία. Ένα έργο που θα βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με τα πρότυπά του, με διάθεση να εκσυγχρονίσει ή να ανανεώσει, όσο μπορεί, την σκληρή τους φόρμα, αφού ο στόχος παρέμενε να φτιάξουμε ένα έργο θεατρικό και όχι ένα λογοτέχνημα.
Τι σε συγκινεί σε μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα;
Η ένταση με την οποία οι ερωτευμένοι ζουν τις στιγμές. Οι πρωταγωνιστές στο δικό μας έργο εξωθούνται σε ακραίες συμπεριφορές. Σχεδιάζουν και υλοποιούν παράτολμα σχέδια, δίνουν βαρυσήμαντες υποσχέσεις και όρκους, υποκινημένοι από τα πάθη ή τις ανάγκες τους. Όσο αυξάνει ο ηρωϊκός χαρακτήρας των πράξεών τους, τόσο ψηλώνει ο πήχης των προσδοκιών των «τρίτων», αλλά και των ίδιων των ηρώων απ΄τους εαυτούς τους. Αποδέχονται με γνήσια τραγικότητα το προφίλ του «Ήρωα», για να ανακαλύψουν πολύ γρήγορα (κι εμείς μαζί τους), πως ο ιδεαλισμός συντρίβεται αναπόφευκτα από την σκληρή πραγματικότητα. Ο Έρωτας και η Αγάπη γίνεται γι’ αυτούς ταυτόχρονα κινητήριος δύναμη και πηγή βασάνου, ενώ η θυσία παραμένει ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Χωράει ο ιδεαλισμός στην δική μας εποχή ή είναι καταδικασμένος να απογοητεύσει;
Είναι απαίτηση κάθε εποχής, θεωρώ, να φτιάξει τις δικές της Μυθολογίες, να κατασκευάσει τους δικούς της Ήρωες. Η κοινωνία αντλεί από το αποθεματικό του συλλογικού πνεύματος όποια και όσα «υλικά» βρει πρόσφορα και προχωρεί στη σύνθεση, πολλές φορές χωρίς να υπολογίζει ή να εκτιμά την πραγματική αξία τους, η οποία για να είμαστε και δίκαιοι, εξαρτάται απολύτως από την ιστορική συγκυρία.
Το, όχι πολύ μακρινό, 1950 και τα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο η κοινωνία προσπαθούσε, όπως ήταν φυσιολογικό, να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα οι πληγές του εμφυλίου χάσκουν ακόμη ανοιχτές και η ανθρωπιστική κρίση έχει βαθύνει. Υπάρχει καθαρή αναλογία των δυο εποχών στον τρόπο και στον βαθμό στον οποίο φανατιζόμαστε, στον μεσαιωνισμό που χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο. Υπάρχει αναλογία, τέλος, στην ευκολία και στην συμβατικότητα με την οποία διαλέγουμε ήρωες, πρωταγωνιστές, σωτήρες. Έτσι φτάνει στις μέρες μας ένας «νοθευμένος» και αποπροσανατολισμένος ιδεαλισμός που δεν έχει σοβαρά ερείσματα και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να προσφέρει ουσιαστική έμπνευση.
Ο έρωτας πλησιάζει περισσότερο τον πόλεμο ή την ζωή; Είναι ένα συναίσθημα που μπορούν να νιώσουν όλοι;
Όπως όλες οι οικουμενικές αλήθειες, έτσι και ο Έρωτας εμπεριέχει ένα ισχυρό δίπολο. Αν και είναι προϋπόθεση για την ίδια τη Ζωή, εν τούτοις έχει πολύ συχνά χαρακτήρα συγκρουσιακό, καταστροφικό. Αν δεχθούμε την θέση του Ηράκλειτου, η ισορροπία του κόσμου διατηρείται μόνον με τον συνεχή ανταγωνισμό των αντίθετων. Και ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλιάς όλων. Κι αν ο πόλεμος, η σύγκρουση είναι η “φυσική κατάσταση” της ύλης για την επιβολή και επιβίωση της ισχυρότερης δομής, τότε κάθε τι που έρχεται στη ζωή είναι αποτέλεσμα σχηματισμών που ανταγωνίσθηκαν, που συγκρούσθηκαν στο παρελθόν. Με αυτήν την «πληροφορία» καταγεγραμμένη στο DNA του, ο κάθε άνθρωπος οδηγείται αναπόφευκτα από τα ορμέμφυτά του να ερωτευτεί και – γιατί όχι – να συγκρουστεί.
Σε αυτές τις διαπιστώσεις στηρίζεται το Πρώτο Χορικό της «Απαγωγής της Τασούλας», ένας ύμνος στον «Πατέρα Πόλεμο», στην καλή Έριδα (που μας παρακινεί για εργασία πρόοδο και δημιουργία, κατά τον Ησίοδο) και στην βασανιστική και γλυκιά, ταυτόχρονα, συγκρουσιακή φύση του Έρωτα.
Τι ρόλο παίζει το τυχαίο στην ζωή μας;
Είναι γεγονός πως οι επιλογές μας ρυθμίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό εμάς τους ίδιους και την ποιότητα ή το είδος της ζωής που ζούμε. Όσο, όμως, πραγματιστές κι αν θέλουμε να είμαστε, δε μπορούμε παρά να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι στην παραδοχή ότι από την σύλληψη ακόμη, ένας συνδυασμός τυχαίων, ανεξέλεγκτων παραγόντων και απρόβλεπτων συναντήσεων/συμβάντων έχουν τη δύναμη να αλλάζουν την ροή των πραγμάτων, ακόμη και να μας καθορίσουν. Άλλο ένα Χορικό (το Τρίτο) του έργου έχει υμνητικό χαρακτήρα και αναφέρεται στην Τύχη, η οποία μπορεί να ανακουφίσει όταν «σκύβει σ’ εμάς μ’ ενδιαφέρον».
Τι σου χάρισε μέχρι τώρα αυτή η παράσταση;
Υπέροχους συνεργάτες, τους οποίους νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω και δημόσια για την πίστη και την αφοσίωσή τους σε αυτό το απαιτητικό εγχείρημα. Χωρίς την υπομονή και την εργατικότητα της Ελένης Στεργίου, του Νικολή Αβραμάκη, του Δημήτρη Καπετανάκου, της Ελένης Βλάχου, του Οδυσσέα Κωνσταντόπουλου, χωρίς την ουσιαστική συμβολή σε αισθητικό επίπεδο του Νίκου Ξυδάκη και του Γιώργου Μπλάνα, τίποτα δεν θα ήταν εφικτό. Κι επειδή, ως γνωστόν, οι παραστάσεις έρχονται και παρέρχονται, αφήνοντας μόνο λιγοστά ίχνη και αναμνήσεις, αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση που ο Θοδωρής Κουλεδάκης και η ΚΑΠΑ Εκδοτική αποφάσισαν να δώσουν στην «Απαγωγή της Τασούλας» μια –ακόμη πιο– μόνιμη θέση στην Ιστορία, με την υπέροχη έκδοση του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.
Κι έχω την αίσθηση (και μια προσμονή) πως η πορεία της «Τασούλας» δεν θα έχει για σταθμούς της μόνο την σκηνή και το τυπογραφείο…
Η απαγωγή της Τασούλας στο Θέατρο Σταθμός
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο-Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Φιλολογικός Σύμβουλος: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
ΦωνητκήΔιδασκαλία: Νίκος Γαλενιάνος
Επιμέλεια Κίνησης: Λαμπρινή Γκόλια
Βοηθός Σκηνογράφου:Βίκυ Πάντζιου
Δημιουργία Trailer:Κώστας Στάμου&Χάρις Καρακουλίδου | ArtLaborProductions
Τραγούδι Trailer: Χρυσούλα Κεχαγιόγλου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Photos graphic designer-Δημιουργία Αφίσας: Ειρήνη Ματθαίου
Κατασκευή Σκηνικών: Γαβριήλ Τσακλίδης
Παίζουν:
Δημήτρης Καπετανάκος, Ελένη Στεργίου, Ελένη Βλάχου,
Νικολής Αβραμάκης, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Μουσικός επί σκηνής:
Οδυσσέας Κωνσταντόπουλος
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Παραστάσεις: από 30 Σεπτεμβρίου ως 29 Οκτωβρίου 2019
Μέρες & ώρες: Δευτέρα στις 19:15 & Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια παράστασης: 120’
Τιμές Εισιτηρίων: 15€(Ολόκληρο), 12€(Φοιτητικό, ΑΜΕΑ),10€(Ανέργων, Ομαδικές Κρατήσεις)
Χώρος:Θέατρο Σταθμός(Βίκτωρος Ουγκώ 55, Στάση Μετρό Μεταξουργείο)