7 Κρεμασμένοι / Η αδιαπραγμάτευτη επιθυμία για ζωή
7 κρατούμενοι, πέντε μέλη μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που κατηγορούνται για την απόπειρα δολοφονίας ενός υψηλόβαθμου κυβερνητικού στελέχους και δύο εγκληματίες, βρίσκονται έγκλειστοι σε ένα κελί αναμένοντας την εκτέλεση της ποινής τους, η οποία είναι θάνατος δια απαγχονισμού. 7 νέοι άνθρωποι με την ορμή της ζωής, την ελπίδα της αλλαγής και την κινητήριο δύναμη της προσπάθειας βρίσκονται αντιμέτωποι με όλα όσα πρόκειται να χάσουν, με όλα όσα δεν έζησαν, με τους ανθρώπους που μοιράζονται τις τελευταίες τους στιγμές και με την βαθιά αλήθεια του εαυτού τους. Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος και η Αγγελική Πασπαλιάρη σκηνοθετούν το κείμενο του Ρώσου συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγιεφ στην σκηνή του Tempus Verum Εν Αθήναις και μαζί με τους ηθοποιούς Κωνσταντίνο Δαλαμάγκα, Στέργιο Κοντακιώτη, Αθανασία Κουρκάκη, Δημήτρης Παπαβασιλείου και Χάρη Χιώτη, παρουσιάζουν μια παράσταση με κέντρο την επιθυμία για ζωή και την αξία της συνύπαρξης. Μας μίλησαν για το έργο, την παράσταση, την κοινή τους εμπειρία.
Τι σας συγκινεί στο κείμενο;
Κ. Γώγουλος: Το γεγονός ότι πρόκειται για επτά νέα παιδιά στην ακμή της ζωής τους που είναι κλεισμένα σε μια φυλακή και έρχονται αντιμέτωπα με το αιώνια μυστήριο του θανάτου.
Α. Πασπαλιάρη: Ο τρόπος με τον οποίο αγγίζει το ζήτημα της ύπαρξης και της προσωρινότητας.
Στ. Κοντακιώτης: Το ότι μιλάει για ανθρώπους που καλούνται να αντιμετωπίσουν το τέλος της ζωής τους ενώ βρίσκονται ακόμη στην ακμή της.
Κ. Δαλαμάγκας: Βρίσκω συγκινητική τη συνθήκη. 7 νέοι άνθρωποι, σε μια γωνιά του πλανήτη ανταλλάσσουν τα τελευταία τους λόγια, ζουν τις τελευταίες τους στιγμές αφού πρώτα έχουν προσπαθήσει να αναμετρηθούν με έναν παράλογο κόσμο.
Χ. Χιώτης: Η παράσταση αφηγείται μία πραγματική ιστορία. Επτά νέοι άνθρωποι οδηγούνται στο θάνατο. Το νεαρό της ηλικίας τους με το αναπόφευκτο του θανάτου δημιουργεί τόσο δυνατή αντίστιξη που από φύση είναι συγκινητική.
Δ. Παπαβασιλείου: Με συγκινεί το βάθος στο οποίο συνδιαλέγεται με βασικά θέματα που διατρέχουν το κείμενο. Με εντυπωσιάζει επίσης πολύ ότι η δύναμη και η θέληση για ζωή δυναμώνουν όλο και περισσότερο πλησιάζοντας στο τέλος.
Α. Κουρκάκη: Αυτό που με συγκινεί είναι η αντιμετώπιση που έχουν επτά διαφορετικοί άνθρωποι απέναντι στο θάνατο και η ανάγκη τους για μια τελευταία αγκαλιά.
Πως δουλέψατε για να γίνει παράσταση; Τι δυσκολίες συναντήσατε;
Κ. Γώγουλος: Υπήρξε μια σημαντική περίοδος έρευνας τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο πάνω στις δοσμένες συνθήκες του κειμένου. Η ιδιαίτερη εποχή που γράφτηκε το κείμενο, οι συνθήκες εγκλεισμού, η θανατική ποινή και ο οριστικός και μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της καθώς και το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά και το τι κόσμο φέρει ήταν κομβικά σημεία στα οποία σταθήκαμε. Οι δυσκολίες ήταν πολλές όχι μόνο σε καλλιτεχνικό επίπεδο αλλά και στα πολύ πρακτικά ζητήματα, στο πώς μπορεί να γεννηθεί μια θεατρική παράσταση σε μια εποχή που το θέατρο συστηματικά απαξιώνεται. Δυστυχώς βέβαια αυτό συμβαίνει σήμερα σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα.
Α. Πασπαλιάρη: Δουλέψαμε αρχικά σε ατομικό επίπεδο κι έπειτα σε συλλογικό. Με γνώμονα κατά βάση το θέμα του έργου δοκιμάσαμε ο καθένας πιστεύω τα προσωπικά του όρια. Οι δυσκολίες ήταν αρκετές όπως για όλους τους νέους του καιρού μας, ιδίως όταν δοκιμάζουν κάτι για το οποίο φέρουν αποκλειστική ευθύνη.
Στ. Κοντακιώτης: Από πολύ νωρίς ψάξαμε τη συνθήκη εγκλεισμού που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες του έργου αυτοσχεδιάζοντας σε πολύ περιορισμένους χώρους, πράγμα δύσκολο εξ ορισμού όταν μιλάμε για επτά άτομα.
Κ. Δαλαμάγκας: Προσπαθούσαμε να φτιάξουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο συνυπάρχουν οι άνθρωποι αυτοί και να δούμε τις σχέσεις/ δυναμικές που αναπτύσσονται. Η βασική δυσκολία μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ήταν η θεματική του έργου.
Χ. Χιώτης: Προσεγγίσαμε ομαδικά το θέμα και την παράσταση στο σύνολό της. Δυσκολίες πάντα υπάρχουν πολλές, τόσο διαδικαστικές όσο και παραστασιακές αλλά ο Κωσταντίνος και η Αγγελική με τον ωραίο τρόπο τους πάντα τις υπερπηδούσαν.
Δ. Παπαβασιλείου: Η διαδικασία της πρόβας ήταν πολύ δημιουργική. Τα πράγματα γεννήθηκαν μέσα από αυτοσχεδιασμούς και είτε προσωπικές είτε ομαδικές αναζητήσεις. Δυσκόλεψε η μεταφορά της ατμόσφαιρας που υπάρχει στη νουβέλα του Αντρέγιεφ στη θεατρική πράξη. Όμως η μελέτη που είχε κάνει η Αγγελική και εν συνεχεία η δραματουργία της βοήθησε στο να ξεπεραστεί χωρίς σημαντικά προβλήματα.
Α. Κουρκάκη: Η δουλειά ήταν ομαδική, κάναμε αρκετό καιρό ανάλυση πάνω στο κείμενο και στις σχέσεις των χαρακτήρων για να καταφέρουμε πρώτο και κύριο να είμαστε όλοι μαζί στις τελευταίες ώρες της ζωής. Η δυσκολία ήταν μία: έχουμε μία ώρα ζωής μέσα σε ένα κελί.
Είναι ο θάνατος μία έννοια που μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει; Τι χαρίζει στην ζωή μας η σύλληψη αυτή;
Κ. Γώγουλος: Πιστεύω πως ο άνθρωπος μόνο ένα μέρος από τον θάνατο μπορεί να κατανοήσει. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να πάψει να αμφισβητεί και να ψάχνει. Όσο καλύτερα κατανοούμε τον θάνατο τόσο ουσιαστικότερα ζούμε.
Α. Πασπαλιάρη: Σαφώς και μπορεί. Βίωμα προφανώς και δεν μπορεί να έχει αλλά σαφώς και μπορεί να κατανοήσει την έννοια του θανάτου. Εξάλλου είναι συνυφασμένη με την έννοια της ζωής και τον ίδιο των άνθρωπο κατ’ επέκταση. Ανάλογα τώρα τον άνθρωπο η σύλληψη αυτή μπορεί να χαρίσει θεωρώ από γαλήνη και ειρήνη μέχρι σθένος και ενεργητικότητα ή και αδράνεια και παραίτηση.
Στ. Κοντακιώτης: Εγώ θεωρώ ότι ο άνθρωπος είναι απόλυτα αδύναμος να κατανοήσει το θάνατο όσο κι αν κατά καιρούς έρχεται σ’ επαφή μαζί του.
Κ. Δαλαμάγκας: Είναι σαν να μπορούμε να κατανοήσουμε τον χωροχρόνο- τις 4 διαστάσεις. Διαισθητικά ίσως κάπως, μιας και ποτέ δεν μπορείς να έχεις μια τέτοια «εμπειρία». Πώς είναι το να μην υπάρχεις;
Χ. Χιώτης: Ο θάνατος είναι μία έννοια που ο άνθρωπος μπορεί αλλά δεν θέλει να κατανοήσει. Και είναι φυσικό αυτό. Η κατανόηση του μπορεί να σημαδέψει κάθε ζωή, ανάλογα βέβαια με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ανθρώπου που θα φιλοσοφήσει πάνω στο θέμα του θανάτου.
Δ. Παπαβασιλείου: Η πορεία προς το θάνατο είναι μία πολύ προσωπική υπόθεση που απαντήσεις στην ερώτηση αυτή υπάρχουν όσοι και οι άνθρωποι επί γης.
Α. Κουρκάκη: Δυστυχώς ο θάνατος είναι από τα λίγα πράγματα που ο άνθρωπος δεν έχει βρει τη λύση να τον νικήσει. Και γι αυτό το λόγο, ο άνθρωπος τον φοβάται και θέλει να κρατηθεί και να πιστέψει σε κάτι ανώτερο από τον ίδιο.
Πότε μπορούμε να πούμε ότι ¨ζούμε¨ την ζωή μας;
Κ. Γώγουλος: Όταν ζούμε χωρίς αυταπάτες, πατάμε στα δικά μας πόδια και παλεύουμε με πάθος για κάτι ανώτερο που μας ξεπερνά.
Α. Πασπαλιάρη: Για αρχή όταν μπορούμε κι επιλέγουμε ελεύθερα και επωμιζόμαστε το βάρος των επιλογών αυτών.
Στ. Κοντακιώτης: Όταν ξεπερνάμε τις οποίες δυσκολίες της και απολαμβάνουμε τις ομορφιές της. Το μέσον γι αυτά είναι το όνειρο.
Κ. Δαλαμάγκας: Όταν βρίσκουμε έναν καλό λόγο για να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι.
Χ. Χιώτης: Ας ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του και ας πράξει ανάλογα.
Δ. Παπαβασιλείου: Τώρα.
Α. Κουρκάκη: Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, κοιτάμε τον ουρανό, παίρνουμε δυο βαθιές ανάσες και με χαρά ξεκινάμε τον αγώνα της ημέρας σαν να είναι η τελευταία.
Ποια θεωρείτε επαναστατική πράξη στις μέρες μας; Στο πλαίσιο μιας πολεμικής κατάστασης δικαιολογείται η ύπαρξη εξτρεμιστικών αντιστασιακών οργανώσεων;
Κ. Γώγουλος: Οποιαδήποτε πράξη έχει σκοπό να ανατρέψει μια δεδομένη κατάσταση η οποία είναι πηγή προβλημάτων, δυστυχίας και ανισότητας και έχει σκοπό να δημιουργήσει μια νέα που στηρίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και του ουσιαστικού σεβασμού προς ολόκληρο τον κόσμο που μας περιβάλει είναι για μένα επαναστατική πράξη. Βέβαια, οι τρόποι και τα μέσα που επιλέγει κανείς για να πετύχει κάτι τέτοιο είναι άλλη μια μεγάλη και πολύ σημαντική κουβέντα. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης φοβάμαι ότι δεν μπορώ να απαντήσω έτσι απλά. Είναι πολλά τα κομμάτια που μου είναι αδιευκρίνιστα.
Α. Πασπαλιάρη: Επαναστατική πράξη για μένα είναι σε κάθε εποχή ο αγώνας του καθενός μας να μη χαθεί η ομορφιά της ανθρώπινης ράτσας και σε συλλογικό επίπεδο να μη χαθεί το δίκιο. Τώρα το τι ορίζουμε ως πολεμική κατάσταση και τι ως εξτρεμιστική αντιστασιακή οργάνωση είναι για μένα ερώτημα που για να μπορέσω να απαντήσω χρειάζομαι διευκρινίσεις. Ίσως η αναζήτηση της αιτίας που άνθρωποι δημιουργούν τις αποκαλούμενες «εξτρεμιστικές αντιστασιακές οργανώσεις» θα έπρεπε να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από αν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η λειτουργία τους δικαιολογείται είναι μια πολεμική κατάσταση.
Στ. Κοντακιώτης: Επανάσταση για μένα κάνουν οι άνθρωποι που γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά σ έναν κόσμο που όφειλε να είναι πολύ καλύτερος σε συνάρτηση με το πόσες ζωές του έχουν δοθεί γι αυτό το σκοπό. Από κει και πέρα ο πόλεμος είναι εκ φύσεως εξτρεμιστικός και ισοπεδωτικός για την ανθρώπινη φύση.
Κ. Δαλαμάγκας: Θεωρώ σαν μεγάλο εμπόδιο για την ανθρωπότητα την πατριαρχία που σαν πολιτικο- κοινωνική- οικονομική έκφρασή της έχει τον άσχημο καπιταλισμό που ζούμε. Και δεν το θέτω σαν ζήτημα φύλου αλλά σαν φιλοσοφία: νόμος του ισχυρού, ιεραρχία, καταστολή, τιμωρία.
Χ. Χιώτης: Επαναστατική πράξη στις μέρες μας είναι ο καθένας να μην φοβάται να κάνει τις προσωπικές του επαναστάσεις, τις επαναστάσεις που του χρειάζονται προσωπικά για να είναι καλά με το μέσα του. Στο πλαίσιο μιας πολεμικής κατάστασης, υπάρχει πόλεμος – δεν υπάρχει λογική. Και σε τέτοιες πολεμικές συγκυρίες και καταστάσεις το τι δικαιολογείται και το τι όχι δεν τίθεται, απλά επιτίθεται.
Δ. Παπαβασιλείου: Επαναστατική πράξη στις μέρες μας βρίσκω την αντίσταση σε ό,τι εμποδίζει την ανάδειξη της μοναδικότητας του καθενός. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
Α. Κουρκάκη: Δυστυχώς δε γίνεται κάτι πραγματικά επαναστατικό στις μέρες μας. Το θλιβερό είναι πως οι άνθρωποι μπούκωσαν από θυμό και αυτό νομίζουν είναι επαναστατικό.
Ποιος από τους χαρακτήρες θεωρείτε ότι αντιμετωπίζει ορθότερα την κατάσταση και την ζωή; Γιατί;
Κ. Γώγουλος: Θεωρώ ότι σε ένα βαθμό όλα τα πρόσωπα μπροστά στον θάνατο έρχονται αντιμέτωπα με τους δαίμονές τους και τις προσωπικές τους πλάνες. Δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος που είχε ανακαλύψει «τη χρυσή συνταγή». Σε αυτόν τον αγώνα τώρα κάποιοι καταφέρνουν και στέκονται στα πόδια τους και κάποιους η προσωπική τους αποκαθήλωση τους τσακίζει.
Α. Πασπαλιάρη: Δεν ξέρω ποιος χαρακτήρας αντιμετωπίζει ορθότερα την κατάσταση και τη ζωή αλλά εμένα με συγκινεί η αθωότητα και η πίστη των περισσότερων. Μάλλον γιατί είναι στοιχεία που μου λείπουν.
Στ. Κοντακιώτης: Ο Μίσκα, ένας κατά συρροή δολοφόνος που θεωρεί δίκαιο τον επικείμενο θάνατό του. Ακόμη κι αυτός όμως λίγο πριν το τέλος του σπάει και ζητά άφεση αμαρτιών.
Κ. Δαλαμάγκας: Θεωρώ ότι η Μούσια φεύγει πιο δικαιωμένη από όλους. Δεν ξέρω αν αντιμετωπίζει ορθότερα την κατάσταση και την ζωή. Βιώνει όμως κάπως το φαντασιακό της. Η απάντηση είναι θετική στο αν άξιζε τον κόπο. Είχε έναν πολύ ισχυρό λόγο για να ζει και άρα για να πεθάνει.
Χ. Χιώτης: Όλοι. Δεν υπάρχει ορθότερη αντιμετώπιση, ο καθένας αντιμετωπίζει την κατάσταση και την ζωή σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, σύμφωνα με τη λογική του.
Δ. Παπαβασιλείου: Μ’ αρέσει η Μούσια. Είναι συνδεδεμένη με μία σπάνια ισορροπία στο συναίσθημα και στη λογική της την ίδια στιγμή.
Α. Κουρκάκη: Θαυμάζω πολύ το δικό μου χαρακτήρα, της Μούσια, γιατί είναι η μόνη που λίγο πριν το Τέλος χαμογελά, φοβάται αλλά νιώθει περήφανη. Δε μετανιώνει ούτε στιγμή για την τρομοκρατική της πράξη.
Ποιο κομμάτι του κειμένου ξεχωρίζετε; Γιατί;
Κ. Γώγουλος: «Οι όχθες της ζωής δεν μπορούν να συγκρατήσουν μια αγάπη πλατιά σαν τη θάλασσα» επαναλαμβάνουν τα μέλη της επαναστατικής ομάδας λίγο πριν κρεμαστούν. Άλλοι με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, άλλοι μουδιασμένα και άλλοι κλαίγοντας πικρά. Ο καθένας ψάχνει να βρει κάτι σε αυτή τη φράση που θα τον βοηθήσει να κάνει τα τελευταία βήματα προς το ικρίωμα.
Α. Πασπαλιάρη: Καθότι έχω κάνει τη δραματουργική επεξεργασία, είμαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος να απαντήσω στην ερώτηση αυτή. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι έναντι του υπόλοιπου κειμένου.
Στ. Κοντακιώτης: Το σημείο του κειμένου όπου τίθεται το αν οι προσπάθειες μας για έναν καλύτερο κόσμο είναι μάταιες ή όχι.
Κ. Δαλαμάγκας: Το φινάλε της νουβέλας είναι τόσο θλιβερό. Η τελευταία φράση είναι «Έτσι χαιρετούσαν οι άνθρωποι τον ήλιο της ανατολής».
Χ. Χιώτης: «Όταν χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνουν έναν μόνο του, αυτό πάει να πει πως νίκησε, ο μόνος του νίκησε». Αυτή η ατάκα – ο συνδυασμός της στην ιστορία που αφηγούμαστε και την στιγμή που λέγεται στην παράσταση, (που είναι μία πολύ φορτισμένη στιγμή), με συγκινεί πολύ.
Δ. Παπαβασιλείου: Τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Γιατί δεν ξέρω πως θα ‘ναι όταν ξαναβρεθούνε.
Α. Κουρκάκη: Τα λόγια του Μίσκα του τσιγγάνου. «Τι είναι λοιπόν μια ζωή; Ένα ξημέρωμα και πάει…»
Συντελεστές
Δραματουργική επεξεργασία – Πρωτότυπα κείμενα*: Αγγελική Πασπαλιάρη
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γώγουλος – Αγγελική Πασπαλιάρη
Σκηνική Εγκατάσταση – Κοστούμια : Ιωάννα Πλέσσα
Σχεδιασμός ήχου: Ιάκωβος Δρόσος
Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Αναγνώστου
Μουσική διδασκαλία: Βαλέρια Δημητριάδου
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Poster artwork: George Giannimpas
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Χαρά Κρόμπα
Παραγωγή: Constantly Productions
Παίζουν: Κων/νος Γώγουλος, Κων/νος Δαλαμάγκας, Στέργιος Κοντακιώτης, Αθανασία Κουρκάκη, Δημήτρης Παπαβασιλείου, Αγγελική Πασπαλιάρη, Χάρης Χιώτης
* Η διασκευή βασίστηκε στη νουβέλα «Οι επτά κρεμασμένοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αστάρτη σε μετάφραση Μαρίνας Λιώμη.
Info:
Tempus Verum-Εν Αθήναις: Ιάκχου 19, Γκάζι /τηλέφωνο κρατήσεων 21 0342 5170
Πρεμιέρα: 5 Μαρτίου
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 (μέχρι 30/4)
Εισιτήρια: 12 ευρώ (κανονικό), 8 ευρώ (μειωμένο), 5 ευρώ (ατέλειες)
Διάρκεια: 70 λεπτά