Αλέξανδρος Μασσαβέτας / Κωνσταντινούπολη. Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου: Το “εδώ και τώρα” της Ιστορίας
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε ανέκαθεν ένας τόπος υψίστης σημασίας και αξίας, με συγκλονιστική ιστορία, μεγάλη ποικιλία κατοίκων και άπειρους γοητευμένους επισκέπτες. Μια πόλη γεμάτη προσωπικές ιστορίες, μαγευτικές διαδρομές, επιθυμίες, επιδιώξεις και σκέψεις που αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας του ελληνισμού. Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Μασσαβέτας την αγάπησε βαθιά, την γνώρισε ουσιαστικά και την αποτύπωσε με ειλικρίνεια και πίστη στα βιβλία του. Μας μίλησε με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο Κωνσταντινούπολη. Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις, ανακαλύψεις και πορείες, αποδεικνύοντας πως τελικά το σημαντικότερο στην συγγραφή, στην ζωή, αλλά και την ιστορία είναι να βρίσκεται κανείς “εκεί”.
Γιατί ασχολείστε σταθερά με την Κωνσταντινούπολη και την ιστορία της; Γιατί αυτή η πόλη ασκεί τόσο έντονη γοητεία; Τι αγαπάτε περισσότερο σ΄αυτή;
Νομίζω πως η μελέτη της ιστορίας της Πόλης είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε την συλλογική μας ταυτότητα. Παράλληλα, με βοήθησε ιδιαίτερα να διαμορφώσω την δική μου. Η Κωνσταντινούπολη με μαγεύει καθώς είναι ένα απέραντο νεκροταφείο αναρίθμητων μυστικών, θαμμένων μέσα στην απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου της.
Πως θα μπορούσε να οριστεί η ταυτότητα της Πόλης;
Είναι σχιζοφρενής. Σε μεγάλο μέρος της ιστορικής Πόλης οι σημερινοί κάτοικοι, χωρικοί από την ενδοχώρα, δεν έχουν σχέση με τον οικοδομικό πολιτισμό που τους περιβάλλει, έργο Ρωμιών, Αρμενίων, Εβραίων και Λεβαντίνων (των «Απόντων» της Πόλης). Δεν αντιλαμβάνονται την αξία του και δεν τον αισθάνονται «δικό τους» για να τον προστατέψουν. Σαν να μην έφθανε αυτό, συνυπάρχουν σε πολύ κοντινή απόσταση κόσμοι που απεχθάνονται ο ένας τον άλλον – θρήσκοι και κοσμικοί – ή βρίσκονται σε έντονη αντιπαράθεση – Κούρδοι και Τούρκοι.
Πως εργάζεστε για να βρείτε απαντήσεις στα τόσο φλέγοντα ερωτήματα που τίθενται στα βιβλία σας;
Κατ’ αρχάς περιηγούμαι τον χώρο, με συνεχείς αναφορές στα έργα παλαιότερων και πιο σύγχρονων περιηγητών. Μιλώ με πρόσωπα που συναντώ και με εκείνα στα οποία με παραπέμπουν. Και διαβάζω πολύ – ψάχνοντας απαντήσεις στις δικές μου απορίες.
Στην πορεία της συγγραφής του τελευταίου βιβλίου σας, βρήκατε απαντήσεις στα ερωτήματά σας; Κλείνουν ποτέ αυτά τα κεφάλαια;
Απαντήσεις βρήκα σε κάποια ζητήματα αφού έστιψα το μυαλό μου και πάλεψα με την βασική βιβλιογραφία. Φυσικά και δεν έλυσα όλες τις απορίες μου, φυσικά και πολλοί δεν θα συμφωνήσουν με τις απαντήσεις που βρήκα. Το σημαντικό, βέβαια, είναι να μπορεί κάποιος να στηρίξει την θέση του σε στοιχεία και επιχειρήματα και να μην επιμένει, για λόγους συναισθηματικούς, σε θέσεις που εύκολα καταρρίπτονται από την ιστορική έρευνα.
Πως φαντάζεστε το μέλλον της Πόλης;
Μεσοπρόθεσμα, το βλέπω μάλλον ζοφερό. Η Πόλη υποφέρει από ένα καθεστώς θρησκομανών χωριατών, που δεν την αγάπησαν ποτέ επειδή ακριβώς φέρει έντονα τα ίχνη της.
Ποια είναι τα πιο όμορφα πράγματα που συναντήσατε στα οδοιπορικά σας στην Πόλη; Ποια είναι η πιο αγαπημένη σας βόλτα;
Είναι τόσα πολλά, που πραγματικά δεν ξέρω πού να σταθώ. Και οι βόλτες, επίσης. Για μένα το σπίτι μου ήταν (και παραμένει όταν βρίσκομαι στην Πόλη), το Πέρα και ο Γαλατάς. Κάποτε ο αγαπημένος μου περίπατος ήταν η Μεγάλη Οδός του Πέραν (Ιστικλάλ), από το Τούνελ ως το Τάξιμ. Σήμερα την αποφεύγω: πολλά από τα αγαπημένα μου μέρη έχουν κλείσει, ο κόσμος έχει πληθύνει και αλλάξει ριζικά (τους μποέμ Τούρκους και Ευρωπαίους αντικατέστησαν άξεστοι νεόπλουτοι από τα Εμιράτα, το Πακιστάν και τις περιφέρειες της Πόλης) και το θέαμα με λυπεί. Οι αγαπημένες μου βόλτες είναι γύρω από τα ρώσικα μετόχια του Γαλατά στο Καράκιοϊ, στο Κουλέντιμπι (γύρω από τον Πύργο του Γαλατά), στο Τσουκούρτζουμα (μεταξύ Γκαλατά-Σαράι και Τζιχάνγκιρ). Επίσης μου αρέσει πολύ το σεριάνι στο Μπαλάτ, με τα αμέτρητα φαγάδικα και μικρομάγαζα, και στην παραλία του Βοσπόρου στο Ρούμελι Χισαρί.
Πως μπορεί το βιβλίο να φανεί χρήσιμο στον ανήσυχο περιηγητή της Κωνσταντινούπολης;
Νομίζω σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχάς, τα πρώτα κεφάλαια θα τον βοηθήσουν να ξεπεράσει κάποιες πολύ διαδεδομένες παρεξηγήσεις και μυθοπλασίες και να τοποθετήσει γεγονότα της ιστορίας της Πόλης και τις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων της σε ιστορική και συγκριτική προοπτική. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι περιηγητικό και καθοδηγεί τον επισκέπτη της Πόλης στα μυστικά περιοχών ελάχιστα γνωστών στο ευρύ κοινό, για τις οποίες δεν υπάρχει και εκτεταμένη σύγχρονη βιβλιογραφία (στα ελληνικά ή σε άλλη γλώσσα).
Πόσο μας καθορίζει ως προσωπικότητες ο τόπος που γεννηθήκαμε και ο τόπος που διαμένουμε; Και η ιστορία του.
Ο τόπος που κατοικούμε συνήθως είναι αποτέλεσμα επιλογής, και ίσως γι’ αυτό πολλές φορές μας επηρεάζει λιγότερο καθοριστικά (ή τραυματικά) από τον τόπο όπου γεννηθήκαμε. Η Κωνσταντινούπολη είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος, και γι’ αυτό επέδρασε πάνω μου τόσο καταλυτικά. Κατά τα λοιπά, είμαι βέβαια παιδί της Αθήνας. Όσο για την ιστορία, είναι σαν το πεπρωμένο – φυγήν αδύνατη. Όσο και αν είναι πολλές φορές δυσάρεστη η αναμόχλευσή της, δεν μπορείς να την αγνοήσεις, χάθηκες! Υποθηκεύεις το μέλλον σου.
Ποιο ήταν το προσωπικό σας κέρδος από όλη αυτήν την εργασία;
Τεράστιο. Διεύρυνα κατά πολύ την ιστορική μου αντίληψη και βρήκα απαντήσεις σε ερωτήματα που όντως με ταλαιπωρούσαν (ξέρω πως ακούγεται διαστροφικό, αλλά συμβαίνει σε πολλούς που έχουν πάθος με την ιστορία!). Μελετώντας τους Φαναριώτες, έμαθα ρουμανικά, επισκέφθηκα την Ρουμανία και άνοιξαν μπροστά μου σελίδες που ούτε φανταζόμουν. Στο Τζιμπαλί, το Φανάρι, το Μπαλάτ συνάντησα απλούς ανθρώπους με γοητευτικές ιστορίες ζωής.
Τι σας δίνει χαρά στην καθημερινότητα; Τι σας έκανε να χαμογελάσετε τελευταία φορά;
Τα ταξίδια (ταξιδεύω συχνά, πάντα με σκοπό το γράψιμο), οι φίλοι μου, ο καφές, τα βιβλία. Βρίσκομαι στο Περού αυτήν την στιγμή και η τελευταία φορά που χαμογέλασα ήταν όταν ένα κοριτσάκι έτρεξε τρέχοντας προς τα μένα και φώναξε – Κύριε, κύριε, σταματήστε την, θέλει να μου φάει την σοκολάτα μου!
Ποια είναι επαναστατική πράξη στην εποχή μας;
Το να μην πηγαίνει κανείς με το κοπάδι, στα τυφλά. Να μην βλέπει τηλεόραση, που έχει καταντήσει πραγματικά όπιο, και να μην συμμετέχει στην «λαϊκή κουλτούρα» – είτε πρόκειται για εκείνη του γηπέδου είτε των ριάλιτι είτε των «εξευγενισμένων» σκυλάδικων. Να μην πέφτει θύμα στις φαιδρότητες του καταναλωτισμού, της μόδας (έχουν καταντήσει αηδιαστικά τα πανομοιότυπα γένια, τατουάζ και ρούχα των hipsters). Να περιφρονεί τον λαϊκισμό και τα εύκολα λόγια και να μην διστάζει να γίνεται δυσάρεστος εάν είναι απαραίτητο. Και να διαβάζει!
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Της Τουρκίας δυστυχώς όχι, της Ελλάδας κάπως περισσότερο.